Ἔχω μεγάλο τράκ. Μὲ ἔχουν φωνάξει μέσα νὰ δῶ τὴ νεογέννητη κόρη μου καὶ δὲν μπορῶ νὰ κάνω βῆμα. «Πήγαινε, Διονύση!», ἀκούω τοὺς δικούς μου. Ὅλη ἡ οἰκογένεια σὲ πελάγη εὐτυχίας, ὁ ἀδελφός μου μὲ τὴν κάμερα νὰ «τραβάει» τὰ πάντα. Μπαίνω καὶ βλέπω τὸ παιδί.
Ἔρχονται καὶ οἱ ὑπόλοιποι, ὅλοι νὰ σᾶς ζήσει, συγκίνηση, χαρά, σοῦ μοιάζει, τῆς μοιάζει... Νιώθω ὅτι τὸ παιδὶ κάτι ἔχει. Σκέφτομαι ὅτι θὰ εἶναι ἀπὸ τὸν τοκετό. Βλέπω ἀπὸ μακριὰ τὸν γιατρὸ νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ χειρουργεῖο μὲ τὴ ρόμπα. Παρατάω τὸ παιδὶ καὶ τοὺς ὑπόλοιπους, τρέχω καὶ τὸν ρωτάω «γιατρέ, τί ἔχει τὸ παιδί;». Μοῦ ἀπαντάει. «Τίποτε δὲν ἔχει». Γιὰ νὰ τὸ λέει ὁ γιατρός, ὅλα θὰ εἶναι μιὰ χαρά. Σὲ λίγο βλέπω καὶ τὴ γυναίκα μου ποὺ μόλις ἔχει βγεῖ ἀπὸ τὸ χειρουργεῖο. Εἴμαστε εὐτυχισμένοι.
Ἔρχονται καὶ οἱ ὑπόλοιποι, ὅλοι νὰ σᾶς ζήσει, συγκίνηση, χαρά, σοῦ μοιάζει, τῆς μοιάζει... Νιώθω ὅτι τὸ παιδὶ κάτι ἔχει. Σκέφτομαι ὅτι θὰ εἶναι ἀπὸ τὸν τοκετό. Βλέπω ἀπὸ μακριὰ τὸν γιατρὸ νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ χειρουργεῖο μὲ τὴ ρόμπα. Παρατάω τὸ παιδὶ καὶ τοὺς ὑπόλοιπους, τρέχω καὶ τὸν ρωτάω «γιατρέ, τί ἔχει τὸ παιδί;». Μοῦ ἀπαντάει. «Τίποτε δὲν ἔχει». Γιὰ νὰ τὸ λέει ὁ γιατρός, ὅλα θὰ εἶναι μιὰ χαρά. Σὲ λίγο βλέπω καὶ τὴ γυναίκα μου ποὺ μόλις ἔχει βγεῖ ἀπὸ τὸ χειρουργεῖο. Εἴμαστε εὐτυχισμένοι.