
Έκανε φοβερό κρύο! Χιόνιζε από το πρωί. Βράδιασε. Σίμωνε η νύχτα, η νύχτα της παραμονής του νέου χρόνου. Μέσα σε αυτό το χιονιά, την παγερή εκείνη νύχτα, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο, ξεσκούφωτο και ξυπόλυτο.
Όταν βγήκε από το σπίτι του το πρωί φορούσε παντόφλες, παλιές παντόφλες που τις είχε φορεμένες πολύ καιρό η μακαρίτισσα η μητέρα του. Αλλά του ήταν πολύ μεγάλες και για αυτό τις έχασε όταν έτρεξε στο δρόμο για να μη το πατήσουν κάτι αμάξια που έτρεχαν σαν δαιμονισμένα. Όταν πέρασαν τα αμάξια, ζήτησε να βρει τις παντόφλες, ένας μάγκας έτρεχε γελώντας με τη μία παντόφλα στο χέρι, την άλλη τη είχαν κάνει κομμάτια τα αμάξια.