
Οι φυλακισμένες, νέες και γερόντισσες, συγκινημένες απ' την παρουσία του, απλώσαν τα χέρια να το καλωσορίσουν με το χάδι τους. Στο φως των ματιών του οι μανάδες ανταμώσαν τα παιδιά τους. Στα χρυσά μαλλάκια του, πλεγμένα σε χοντρή κοτσίδα, που 'φτανε κάτω από τη μέση του, οι αγρότισσες ονειρεύτηκαν τις θημωνιές τους...
Το παιδί δυσκολευόταν να περπατήσει στο μισοσκότεινο πυκνοκατοικημένο χώρο. Σκοντάφτοντας πάνω στα καθιστά κορμιά, έμοιαζε ν' αναρωτιέται τι θέλει ο ήλιος του σε τούτο το σκοτάδι.
«Θέλω την αδερφή μου... Που 'ναι η αδερφή μου»; ρώτησε ανήσυχο.
«Μπέμπα!» σπάραξε κείνη και σωριάστηκε λιπόθυμη.
«Μπέμπα... Μπέμπα μας...» αντιβούισε το θλιμμένο πλήθος αγκαλιάζοντας νοερά το παιδί να το προστατέψει. Λες να κινδύνευε τ' αγγελούδι τους σε τούτο το παπαδογκονέικο «σφαγείο» πού
έμπλεξε; Ούτε που κλείσανε μάτι όλη νύχτα... «Μπέμπα παιδί μου τι έπαθες»; λαχτάρησε η καρδιά τους.
Το πρωί - στην ώρα της εξόδου στην αυλή* - δεκαεφτά βήματα μάκρος και πεντέξι πλάτος - οι φυλακισμένες συντροφεύαν το παιδί με τα άγρυπνα μάτια τους και το χαμόγελό τους. Στριμώχνονταν όλες τους να τ' αφήσουν λίγο τόπο να χαρεί το χορευτικό περπάτημά του... Να παίξει και λίγο... «κουτσό» αν ήθελε. Να πηδήξει ακόμη και λίγο «σκοινάκι» με τις δυο ενωμένες ζώνες τους... Εκειδά στην ακρούλα. Εκείνες θα μπαίνανε μπροστά να το κρύψουν από τα δυο χαροπούλια - τους στυγνούς δεσμοφύλακες! Να χαρεί λιγάκι και κείνο το άρωμα του γιασεμιού της διπλανής αυλής που τόλμαγε να στολίζει την πικρή μάντρα τους με τα κατάλευκα μυρωδάτα αστράκια του. Να... Να... Να... «Μη φοβάσαι παιδί μας πολυαγαπημένο! Εδώ είμαστε μεις...».
Μα τα δυο χαροπούλια - οι ταγματασφαλίτες χωροφύλακες που τις παρακολουθούσαν άγρυπνοι, είχαν άλλο πρόγραμμα... Βάλανε στόχο τους να του φαρμακώσουνε τις τελευταίες ώρες της ζωής του. Να του λυγίσουν το ηθικό! Ξεμοναχιάζοντάς το έξω από το δεσμοφυλακείο (βρισκόταν στην αυλή) του περίγραφαν - οι φονιάδες - πώς θα το εκτελέσουν!
«Θα σε κρεμάσουμε με την κοτσίδα από την κορφή το κυπαρίσσι» του λέγανε, «και θα σ' αφήσουμε κει ίσαμε να σε φάνε τα όρνια ζωντανή... Ετσι θα μάθεις το δρόμο να πηγαίνεις και στο χάρο σημειώματα... Αμ' τι; Ολο στους αντάρτες, τους αντάρτες!» και σκάζανε στα γέλια...
«Από ποιόνε έπαιρνες τα σημειώματα, αλήθεια; Για δε μαρτυράς; Πες μας ντε, να γλιτώσεις κι εσύ το κεφάλι σου! Συ 'σαι καλό κοριτσάκι...» μαλάκωνε τάχα ο δεύτερος.
Την άλλη μέρα το βομβάρδιζαν με άλλη εκδοχή. Και την παράλλη... Το ρεπερτόριο της φασιστικής κακουργίας τους ήταν ανεξάντλητο!
Το παιδί μέρα με τη μέρα έχανε το γέλιο και το τραγούδι του... Στα γαλανά ματάκια του άπλωνε τους ίσκιους του ο τρόμος!
Οι γυναίκες για να το προστατέψουν δεν τ' αφήνανε να βγει έξω στην ώρα της εξόδου, δηλώνοντας πως είναι αδιάθετο... Μα τα δυο χαροπούλια δεν εννοούσαν να χάσουν τη λεία τους. Ορμώντας στο θάλαμο το τραβούσαν έξω να συνεχίσουν το σατανικό τους πρόγραμμα.
Εκείνο το μοιραίο χάραμα στρίγκλισε η κλειδαριά, βόγκηξαν οι αλυσίδες κι η πόρτα της φυλακής άνοιξε με πάταγο και θυμό. Τα δυο χαροπούλια χιμήξανε μέσα και φωνάξανε δυο ονόματα: Το πρώτο ήτανε της Μπέμπας μας, του ξανθού παιδιού μας. Και το δεύτερο της αγωνίστριας Αλεξάνδρας Κουτούζωφ, που θυσιάστηκε στο βωμό του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της πατρίδας, τελευταία απ' όλη την πολυάνθρωπη οικογένειά της.
Το παιδί αλαφιάστηκε στον ύπνο του. Μισοκοιμισμένο ακόμη πήρε να περπατεί προς τα κει που κουδούνιζε η κραυγή... Διασχίζοντας το μεγάλο θάλαμο παραξενεύτηκε βλέποντας τις γυναίκες να το ξεπροβοδίζουν ορθές στα στρωσίδια τους, πνιγμένες στους λυγμούς τους... Μα σαν έφτασε στην είσοδο κι είδε τους δυο φονιάδες να καρτερούν να την αρπάξουν, τότε συνειδητοποίησε τον κίνδυνο: «Το κυπαρίσσι». Εντρομο πισώστριψε τρέχοντας για το στρωσίδι του. Κουκουλώθηκε με το πάπλωμα και γαντζώθηκε στην αγκαλιά της αδερφής του.
Το χαροπούλι πετώντας ξοπίσω του, ξερίζωσε το παιδί από την αδερφική αγκαλιά, το 'στησε ορθό και σέρνοντάς το από την πλεξούδα, το κουτρουβάλησε, το 'βγαλε έξω και το πέταξε στην κλούβα...
Στοργική το καρτέρεσε η αγκαλιά της Αλεξάνδρας. Ως «τον συνήθη τόπον των εκτελέσεων, τον τόπον του κρανίου»!
Μπέμπα! Μπέμπα μας! σπάραξαν οι φυλακισμένες.
Αλεξάνδρα! Αθάνατες!!
Ητανε 4 Αυγούστου 1944 στην Τρίπολη, το «σφαγείο».
«Το παιδί με τη χρυσή κοτσίδα» (Το αετόπουλο σύνδεσμος...)
* Τα τάγματα ασφαλείας του συνεργάτη των Γερμανών Παπαδόγκονα είχαν επιτάξει αυτό το σπίτι - οι νοικοκυραίοι του βρίσκονταν όλοι στο βουνό - το μετέτρεψαν σε φυλακή και κλείναν εκεί τα θύματά τους.
«Λεβεντογενιά», της Ναταλίας Αποστολοπούλου απο τις εκδοσεις ''Εντος''
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ:
Τα μηνύματα που δημοσιεύονται στο χώρο αυτό εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους. Το STILIDA NEWS δεν υιοθετεί καθ' οιονδήποτε τρόπο τις απόψεις αυτές. Ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει την γνώμη του, όποια και να είναι αυτή.
Δεν πρόκειται να λογοκρίνεται κανένα σχόλιο που θα περιλαμβάνει καλοπροαίρετη κριτική ή θα διορθώνει κάποιο δικό μας σφάλμα.Τα συκοφαντικά, υβριστικά, απειλητικά, εκβιαστικά, ρατσιστικά ή κοινωνικού αποκλεισμού μηνύματα θα διαγράφονται.
ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙ ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟ ΔΥΝΑΤΟ.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.