Η μάνα μου καθαρίστρια, εγω παιδί κ ανήψι καθαριστριών.
Έλαμπαν τα σπίτια που δούλευε 6 μέρες την εβδομάδα και την έβδομη, την Κυριακή, (στην "αργία" της), να καθαρίσει και το δικό μας το σπίτι κ εμάς, να μαγειρέψει ενα πιάτο ζεστο φαγητο, να πλεινει, ν απλώσει, να σιδερώσει, να μας αγκαλιάσει και να ξεκουραστεί.
Αυτή η μάνα μου!
Αυτές οι Περιστεριώτισες οι μανάδες των φίλων μας, που ξεκινούσαν χαράματα νηστικιές, αφήνοντας τα παιδια στους δρόμους, για να φτάσουν στην Εκάλη, στη Φιλοθέη, στο Ψυχικό, με κρύο, με βροχή, με χιόνι, με ζέστη και να γίνουν "παραδουλεύτρες" όπως τις έλεγαν οι "Κυρίες", για να μας μεγαλώσουν, με το μεροκάματο τους, να μας μορφώσουν, να γίνουμε άνθρωποι. Και οι περισσότεροι γίναμε!
Κ οταν επέστρεφε η μάνα απ τη δουλεία, έχοντας μεσα στην τσάντα της την βρεγμένη της ρόμπα που φορούσε οταν σφουγγάριζε με τα γόνατα τα πατώματα, μικρός εγώ, πολύ μικρός, την ρώταγα με αγωνία:
- Μαμά τι μου έφερες?
- Κούραση παιδί μου, η απάντηση της. Κούραση.
Μεγαλώσαμε με τα ρούχα που έδιναν οι "Κυρίες" στη μάνα μας για ψυχικό. Δικό μας ρούχο δεν...