«Γιατί κρατάς αυτό το κόκκινο πανί, μπάρμπα;»
«Είναι το αίμα μου, παιδί μου.»
Με κοίταξε ίσια στα μάτια κι άλλη λέξη δεν είπε, ήταν σαν με κάρφωσε με μαχαίρι. Παρακάτω τους περίμεναν κι άλλοι εργατικοί άνθρωποι και παρακάτω άλλοι κι άλλοι κι άλλοι και φώναζαν όλοι μαζί. Μυαλωμένα πράματα έλεγαν. Άρχισα να φωνάζω κι εγώ.
Αυτή τη χρονιά εγώ τελείωνα το σχολείο. Το μέλλον μου είχε προαποφασιστεί και εξασφαλιστεί. Ο πατέρας θα με ρόγιαζε τσοπάνο σ’ έναν τσέλιγκα που’ χε το κοπάδι πέρα στο λιβάδι. Αυτή ήταν η φυσική κι ευτυχισμένη κατάληξη για το δεύτερο αρσενικό παιδί μιας μεγάλης φαμελιάς. Θα έμενα ρογιασμένο σε ξένο κοπάδι μέχρι τη χρονιά που ο μεγαλύτερος γιος, ο δεύτερος άντρας της οικογένειας μετά τον πατέρα, θα ετοιμαζόταν για το στρατό. Τότε εγώ θα’ ρχόμουν πίσω στο χωριό, στα δικά μας ζωντανά, στα χωράφια, στις άλλες δουλειές μαζί με τον πατέρα, ενώ τη θέση μου στο ρόι θα την έπαιρνε ο μικρότερος. Αυτή ήταν η θεϊκή ροή των πραγμάτων στη μικρή μας κλειστή κοινωνία και τίποτα δεν μπορούσε να την αλλάξει.