ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΚΑΡΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
ΠΑΝΩ Σ' ΕΝΑ ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΟ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ
Όσα εικονοστάσια κι αν είδα κι αν απάντησα, σαν το
εικονισματάκι τής Αγίας Αικατερίνης, της παραγκούλας των Μικρασιατών προσφύγων
δεν αγάπησα.
Αγιο - θεμελιωμένο, πυργάκι ξακουστό, δυο οργιές τού
ψήλου, μια οργιά πλατύ, λαμπροστο-λισμένο κτίσμα λαϊκό, σε αιγαιοπελαγίτικο -
Ανατολής ρυθμό, ασβεστοασπρισμένο και στην κορφή σταυρό, αείφωτο καντήλι, φως
αληθινό και η πορτούλα του ν’ αστράφτει μάλαμα.
Αυτό το ιλαρόν φως, λαμπάδα, φανός, άστρον πεσμένον να τρεμουλιάζει εκεί στο πορτάκι τού προσκυνηταρίου, εκεί στο βάθος τής μελανωμένης εικόνας των πρώτων θρησκευτικών μου χρόνων και παραστάσεων, σημάδεψε τη ζωή μου κι ένιωθα την περιέργεια να το παρατηρήσω προσεκτικά, να το εξετάσω από κοντά - τι είναι αυτό το φως - σαν τον Μάνο τού Κορωνιού που ησθάνετο την επιθυμίαν να το κυνηγήσει, εκείνο το μελαγχολικό φως, εκείνο το μυστηριώδες φέγγος ανάμεσα εις τα δύο χλοερά νησάκια, όπως γράφει στο “Άνθος του Γιαλού” του ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.