ΙΟΥΛΙΟΣ 1974: ΜΕΡΕΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
(Απόσπασμα από το ανολοκλήρωτο ακόμα βιβλίο μου, με τον προσωρινό τίτλο Η ΖΩΗ ΤΟΥΣ ΟΛΗ-Το χρονικό μιας φιλίας)
Το σεμινάριο στο πανεπιστήμιο του Νόττιγχαμ άρχιζε στις δεκαπέντε Ιουλίου. Την παραμονή, μετά από μια τριήμερη παραμονή στην Αθήνα, ταξίδεψα αεροπορικώς ως το Λονδίνο κι από εκεί συνέχισα σιδηροδρομικώς ως το Νόττιγχαμ. Στο campus , μερικά χιλιόμετρα έξω από την πόλη, όπου θα παρακολουθούσα το σεμινάριο, έφτασα αργά το βράδυ της ίδιας μέρας. Κουρασμένος όπως ήμουν από το ταξίδι, πήγα κατευθείαν για ύπνο.
Την άλλη μέρα, την ώρα του πρωινού, έμαθα από κάποιον Άγγλο συνάδελφο ότι πριν από λίγες ώρες είχε εκδηλωθεί πραξικόπημα στην Κύπρο με απόπειρα δολοφονίας του Μακάριου, ο οποίος όμως κατάφερε να διαφύγει. Εκείνο το πραξικόπημα αποτέλεσε, όπως είναι γνωστό, την πρώτη πράξη του δράματος της Κύπρου και γενικά του Ελληνισμού. Μετά από πέντε μέρες ακολούθησε η εισβολή των Τούρκων στο νησί…
Τελείωσε το σεμινάριο μια μέρα μετά την εισβολή, αλλά τρόπος επιστροφής μου στην Ελλάδα δεν υπήρχε. Το εισιτήριο, που είχα προμηθευτεί στην Αθήνα, ήταν αλέ-ρετούρ, αλλά τα αεροπορικά δρομολόγια από και προς την Ελλάδα είχαν διακοπεί! Έχοντας ελάχιστα χρήματα μαζί μου, αναγκάστηκα να παρατείνω την παραμονή μου στην Αγγλία, διαμένοντας σ’ ένα άθλιο ξενοδοχείο του Λονδίνου κοντά στην Tottenham Court Road.
Οι μέρες της αναμονής, ώσπου ν’ αρχίσουν και πάλι τα αεροπορικά δρομολόγια, ήταν μόνο τέσσερις. Σε μένα όμως, και στις χιλιάδες των Ελλήνων που εκείνες τις μέρες βρέθηκαν στο εξωτερικό με μετρημένο συνάλλαγμα, φάνηκαν αιώνες. Την αγωνία μου ενέτειναν τα έκτακτα παραρτήματα των εφημερίδων, που κυκλοφορούσαν ανά τρίωρο ή τετράωρο, λόγω και του άμεσου ενδιαφέροντος των Βρετανών για τις βάσεις τους στη μεγαλόνησο. Απ’ όσα έγραφαν κι απ’ ό,τι ανέφεραν τα έκτακτα δελτία ειδήσεων των τηλεοπτικών σταθμών, τίποτα δεν απέκλειε εκείνες τις δραματικές μέρες το ξέσπασμα ενός πολέμου ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Τη δεύτερη μέρα της εναγώνιας αναμονής βρέθηκα με καμιά εικοσαριά ακόμα συμπατριώτες μου, που είχαν αποκλειστεί κι εκείνοι στο Λονδίνο, στην ελληνική πρεσβεία. Είχαμε την ελπίδα ότι η πρεσβεία θα μας βοηθούσε να επιστρέψουμε σιδηροδρομικώς ή οδικώς, αλλά απογοητευτήκαμε. Η εικόνα που αντικρίσαμε μπαίνοντας στο κτίριο που στεγαζόταν μαρτυρούσε πλήρη διάλυση! Ο μοναδικός «υπεύθυνος» που βρισκόταν εκεί ήταν ένας νεαρός διπλωματικός υπάλληλος. Μας υποδέχτηκε όρθιος στο θυρωρείο έχοντας πίσω του στο πάτωμα ένα στρώμα μ’ ένα μαξιλάρι, για να ξεκουράζεται τη νύχτα. Το υπόλοιπο διπλωματικό προσωπικό παρέμεινε κρυμμένο στα γραφεία του ή είχε εξαφανιστεί! Ο νεαρός, με έκδηλη την ντροπή που ένιωθε γι’ αυτό που του είχαν δώσει εντολή να λέει στους Έλληνες ταξιδιώτες, που δεν είχαν τρόπο να επιστρέψουν και κατέφευγαν ως εκεί για βοήθεια, μας έκανε την καρδιά περιβόλι: «Μπορείτε να πάτε στην Ιταλία!», μας είπε. « Εκεί υπάρχουν καράβια εφοπλιστών, που θα σας μεταφέρουν στην Ελλάδα δωρεάν!» Να πάμε στην Ιταλία… Λες και η Ιταλία ήταν στο επόμενο τετράγωνο και μπορούσαμε να πάμε ως εκεί με τα πόδια!...
Τελικά επέστρεψα στην Αθήνα το απόγευμα της εικοστής τετάρτης Ιουλίου, με το πρώτο αεροπλάνο της Ολυμπιακής που πέταξε μετά από τόσες μέρες από το αεροδρόμιο του Χίθροου για το Ελληνικό. Είχε προηγηθεί η δραματική νύχτα της κατάρρευσης της χούντας και η επιστροφή από το Παρίσι στην Ελλάδα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος ορκίστηκε στις 4,20΄ τα ξημερώματα πρωθυπουργός.
Από τα τηλεφωνήματα που έκανα, μόλις προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, διαπίστωσα ότι όλοι σχεδόν οι γνωστοί συνομήλικοί μου απουσίαζαν. Η χούντα, όπως είναι γνωστό, πριν καταρρεύσει, είχε κηρύξει γενική επιστράτευση κι όλοι οι στρατεύσιμοι, εκτός από αυτούς που διέθεταν λευκό απολυτήριο, βρέθηκαν άρον άρον σε κάποια μονάδα κι εξακολουθούσαν να βρίσκονται μακριά απ’ τα σπίτια τους. Οι μοναδικοί από τους γνωστούς και φίλους που δεν είχαν δώσει το παρών στην επιστράτευση ήταν ο Λευτέρης, που είχε λευκό απολυτήριο στρατού, και ο Πέτρος.
-Μ’ άφησαν εδώ, για να φροντίζω τα μανούλια!... μου είπε στο τηλέφωνο ο Λευτέρης.
Αντί να του απαντήσω με το «Εδώ ο κόσμος χάνεται και το …παιδί χτενίζεται», που μου ήρθε αυθόρμητα στο νου, αποκρίθηκα:
-Απορώ, με τη διάθεσή σου τέτοιες ώρες να αστειεύεσαι. Ο Πέτρος τι κάνει; Τον επιστράτευσαν;
- Ο Πέτρος, δυο μέρες πριν αναχωρήσεις για την Αγγλία, εξαφανίστηκε από τη Λαμία κι από τότε ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Μου το είπε η νονά, που μου τηλεφώνησε, για να μάθει τι κάνω.
-Δεν είπε τίποτα πριν εξαφανιστεί;
-Τίποτα σε κανέναν! Ίσως να είχε ψυλλιαστεί ότι θα γινόταν επιστράτευση και την κοπάνησε. Όταν γυρίσει πάντως, υπάρχει κίνδυνος να τον έχουν κηρύξει ανυπόταχτο και να τον ξαναχώσουν στη στενή…
Φτάνοντας το βραδάκι γεμάτος ανησυχία στη Στυλίδα, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να βρω και να διαβάσω το απολυτήριο, με το οποίο αντικατέστησαν εκείνο που μου είχαν δώσει όταν απολύθηκα από την αεροπορία. Με είχαν μετατάξει κι εμένα, όπως και πολλούς άλλους της κλάσης μου, στο στρατό ξηράς και το απολυτήριο που μου είχαν στείλει δεν ήταν λευκό. Διέτρεχα συνεπώς κι εγώ, όπως ο Πέτρος, τον κίνδυνο να κηρυχτώ ανυπότακτος. Χωρίς να χάσω καιρό, προμηθεύτηκα «ξηρά τροφή» κι εσώρουχα για λίγες μέρες, όπως όριζε η διαταγή της επιστράτευσης, και βρέθηκα νυχτιάτικα στο Παγκράτι Λαμίας, σ’ ένα σχολικό συγκρότημα που είχε επιτάξει ο στρατός για τις ανάγκες της επιστράτευσης.
Ελάχιστοι επίστρατοι βρίσκονταν σ’ εκείνη τη μονάδα. Ανάμεσά τους και δυο χωριατόπαιδα από τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, που έτρεμαν για το ενδεχόμενο να ξεσπάσει πάνω τους η πανελλήνια οργή για την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο. Διοικητής της μονάδας, ήταν ένας λαμιώτης ταγματάρχης. Του εξήγησα για ποιον λόγο καθυστέρησα να παρουσιαστώ κι όταν τον ρώτησα για τον προορισμό μας μου απάντησε ότι θα μέναμε στο σχολείο «μέχρι νεοτέρας διαταγής». Βολεύτηκα, λοιπόν, κι εγώ στην ίδια αίθουσα με τους υπόλοιπους και πέρασα τη νύχτα πάνω στα θρανία όπου κοιμούνταν κι εκείνοι.
Η εικόνα εκείνης της «μονάδας» που αντίκρισα την άλλη μέρα ήταν θλιβερή και αντιπροσωπευτική της εικόνας διάλυσης που παρουσίασε ο στρατός μας σ’ εκείνη την επιστράτευση. Ο διοικητής της μου θύμισε τον δυστυχή υπάλληλο στο θυρωρείο της πρεσβείας μας στο Λονδίνο. Όπως με πληροφόρησε ο γνωστός μου εξηντάρης διευθυντής του σχολείου, που έτυχε να περάσει από εκεί την επόμενη μέρα, ο ταγματάρχης, είχε προκαλέσει και τον δικό του οίκτο. Μην ξέροντας τι να κάνει με τους επίστρατους, όλες τις προηγούμενες μέρες είτε «βολτόκοβε στο προαύλιο κάτω απ’ τον ήλιο με τριάντα εφτά βαθμούς κελσίου!» είτε προσπαθούσε, μάταια κάθε φορά, να επικοινωνήσει από το τηλέφωνο του σχολείου με κάποιον ανώτερό του για οδηγίες.
Πέρασε η πρώτη μέρα στο σχολείο, πέρασε και η δεύτερη χωρίς την αναμενόμενη «νεοτέρα διαταγή». Το απόγευμα της τρίτης μέρας, παρουσιάστηκα στον ταγματάρχη και του είπα:
-Η ξηρά τροφή που είχα φέρει μαζί μου εξαντλήθηκε, γιατί τη μοιράστηκα με δυο από τα παιδιά, που δεν τους περισσεύουν να πληρώνουν κάθε μέρα ψωμί και τυρόπιτες από τον φούρνο. ‘Όπως σας είπα, όταν ήρθα, μένω στη Στυλίδα, μόλις δεκαεφτά χιλιόμετρα από δω. Σας παρακαλώ να μου υπογράψετε ότι παρουσιάστηκα, να πάω στους δικούς μου και, αν με χρειαστείτε, τηλεφωνήστε μου σ’ αυτό το νούμερο και σε είκοσι λεπτά, μισή ώρα το πολύ, θα είμαι εδώ.
-Δε γίνεται να φύγεις και αποκλείεται να σου υπογράψω. Δεν έχω καμιά τέτοια εξουσιοδότηση!
-Εγώ όμως έχω μάρτυρες ότι παρουσιάστηκα και, αν δεν μου υπογράψετε, θα φύγω χωρίς την υπογραφή σας.
-Προσπαθώ να επικοινωνήσω. Θα μείνεις εδώ, ώσπου να πάρω εντολές, μου αποκρίθηκε αμήχανα.
-Όταν πάρετε εντολές, τηλεφωνήστε μου και τα ξαναλέμε. Καλό βράδυ!
Έφυγα χωρίς να μου υπογράψει ότι παρουσιάστηκα, αλλά έκτοτε κανείς δεν με ενόχλησε γι’ αυτό…
Μετά από χρόνια ξανασυνάντησα τον συγκεκριμένο ταγματάρχη στα δικαστήρια της Λαμίας. Ήταν πλέον απόστρατος και δεν με θυμόταν. Δεν είχε φύγει με δική του απόφαση και δεν τον είχαν αποτάξει λόγω χουντικής δράσης. Μερικά χρόνια μετά την θλιβερή εκείνη επιστράτευση, είχε παρουσιάσει ψυχολογικά προβλήματα και τον έστειλαν στο σπίτι του. Το έφερνε βαρέως που τον έδιωξαν. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο πολύ συχνά έκοβε βόλτες στους διαδρόμους του δικαστηρίου, κρατώντας μια τσάντα και ρίχνοντας πού και πού ανήσυχες ματιές προς την είσοδο, σαν να περίμενε κάποιον γνωστό, που είχε αργήσει.
Δεν είχε κάποια αντιδικία, δεν ήταν μάρτυρας, δεν ασκούσε δικηγορία και δεν περίμενε κανέναν! Έψαχνε όμως να βρει κανέναν εύκαιρο για κουβέντα για να του υπενθυμίσει, αν ήταν γνωστός, ή να τον πληροφορήσει, αν ήταν άγνωστος, πως είναι απόστρατος αξιωματικός. «Έτσι που τον κατάντησε η χούντα τον στρατό, έφυγα μόνος μου με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη», πρόσθετε. Τα ίδια είπε και σε μένα, μια μέρα που είχα βρεθεί στο δικαστήριο ως μάρτυρας σε τροχαίο. Κι όταν του θύμισα τη σύντομη γνωριμία μας τις μέρες της επιστράτευσης, κατέληξε:
-Θυμάστε, αγαπητέ μου, την εικόνα του χάους εκείνων των δραματικών ημερών; Γι’ αυτό έφυγα! Θα μπορούσα, να παραμείνω στο στρατό και να αποστρατευτώ κανονικά με τον βαθμό του αντιστρατήγου, αλλά είμαι και πτυχιούχος της νομικής και προτίμησα τη δικηγορία!
-Και το γραφείο σας; Σας ρωτάω, για την περίπτωση που…
-Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω… Όμως δι’ ευνοήτους λόγους, ως απόστρατος δεν διατηρώ γραφείο. Συνεργάζομαι όμως με κάποιους συναδέλφους. Μελετώ κατ’ οίκον τις δικογραφίες και τους δίνω οδηγίες σχετικά με τις ερωτήσεις που θα υποβάλουν στους μάρτυρες και το περιεχόμενο της αγορεύσεώς των»!
Ανήσυχος για την εξαφάνιση του Πέτρου, πριν επιστρέψω στη Στυλίδα από την τριήμερη «επιστράτευσή μου» στο σχολείο του Παγκρατίου, πέρασα από το σπίτι της νονάς, για να συναντήσω τη Δανάη και να μάθω αν είχαν νέα του.
Μου άνοιξε η νονά κι ήταν τρομερά ανήσυχη. Μ’ αγκάλισε, σαν να είχε να με δει χρόνια, με φίλησε και, χαμηλόφωνα, για να μην ακουστεί από τη Δανάη, μου είπε:
-Καλά που ήρθες, Θαλή μου! Πες της κι εσύ δυο λόγια, γιατί αν συνεχίσει έτσι, ο Θεός να βάλει το χέρι του!
-Πώς είναι;
-Χάλια. Δώδεκα μέρες τώρα τριγυρίζει από το πρωί ως το βράδυ σαν φάντασμα στο σπίτι. Για να βάλει κάτι στο στόμα της την κυνηγάω, σαν να είναι μωρό. Και τις νύχτες στριφογυρίζει ώρες ολόκληρες άγρυπνη στο κρεβάτι της κλαίγοντας…
Πράγματι η εικόνα της Δανάης, παρέπεμπε σε τραγική ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας. Είχα να τη δω κάπου ένα μήνα κι ήταν αδύνατη όσο ποτέ, σαν να είχε υποβληθεί σε πολύμηνη αυστηρή δίαιτα αδυνατίσματος. Το κορμί της κολυμπούσε μέσα στο λεπτό της φόρεμα και το όμορφο πρόσωπό της ήταν κατάχλομο. Την εικόνα της τρικυμίας που είχε ξεσπάσει μέσα της συμπλήρωναν τα μάτια της, κατακόκκινα από το κλάμα και με μαύρους κύκλους.
Τη χαιρέτησα συγκινημένος κι εκείνη μου έδωσε αμίλητη το χέρι της, με βλέμμα θολό κι απόκοσμο. Αφού εξήγησα το λόγο για τον οποίο δεν είχα επικοινωνήσει μαζί τους τόσες μέρες μετά την εξαφάνιση του Πέτρου, προσπάθησα να της δώσω κουράγιο.
-Κάτι έκτακτο θα του συνέβη και δεν θ’ αργήσει να δώσει σημεία ζωής. Μπορεί να βρίσκεται σε καμιά μονάδα στα σύνορα και να μην μπορεί να επικοινωνήσει μαζί σας. Βλέπετε μ’ αυτό το μπάχαλο της επιστράτευσης έχουν παραλύσει τα πάντα. Αλλιώς η αστυνομία θα είχε ανακαλύψει από μέρες τα ίχνη του.
-Η αστυνομία ενημερώθηκε πριν κηρυχτεί η επιστράτευση. Τώρα που ησυχάζουν κάπως τα πράγματα θα συνεχίσουν το ψάξιμο, είπε και η νονά.
-Δεν πρόκειται να κάνουν τίποτα, μουρμούρισε, σαν να μιλούσε στον εαυτό της η Δανάη.
-Γιατί;
-Γιατί όλοι εκεί μέσα πιστεύουν ότι ο Πέτρος αυτοκτόνησε, μου αποκρίθηκε βουρκώνοντας.
-Από πού το συμπεραίνουν αυτό; ξαναρώτησα κατάπληκτος.
-Από αυτό εδώ, αποκρίθηκε βγάζοντας από την τσέπη ένα διπλωμένο χαρτί. Το βρήκα στις 12 του μήνα το πρωί κάτω από την πόρτα μας και πρέπει να το πέταξε τη νύχτα ο ίδιος ο Πέτρος. Έψαξα μάταια να τον βρω εκείνη τη μέρα κι όταν απελπίστηκα πήγα στην αστυνομία. Το μόνο που έκαναν, όταν διάβασαν το γράμμα του ήταν να μου πουν ότι αυτοκτόνησε και να κρατήσουν ένα αντίγραφο και τη διεύθυνσή μου, για να με ειδοποιήσουν, αν βρουν το ….
Δεν μπόρεσε να αποσώσει τη φράση της. Μου έδωσε μόνο το διπλωμένο χαρτί κι έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια της, ξεσπώντας σ’ ένα βουβό κλάμα.
Το γράμμα, ήταν χωρίς φάκελο και ημερομηνία, ένδειξη της ψυχικής αναστάτωσης του αποστολέα του. Παίρνοντάς το στα χέρια μου, αναγνώρισα με την πρώτη ματιά τον γραφικό χαρακτήρα του φίλου μου. Αμέσως μετά άρχισα να διαβάζω:
Δανάη,
Λυπάμαι που θα σε κάνω να πονέσεις κι εσύ, αλλά η ζωή για μένα σ’ αυτόν ΙΟΥτον κόσμο δεν υποφέρεται πλέον. Η μοναδική λύση είναι να φύγω!
Δεν μπορώ να σου εξηγήσω τον λόγο αυτής της απόφασής μου. Θέλω μόνο να ξέρεις ότι είμαι καταραμένος να βασανίζομαι και δεν θέλω ούτ’ εσύ ούτε η Αθηνά να υποφέρετε μαζί μου.
Δεν θα ‘χεις άδικο να με μισήσεις που δραπετεύω έτσι ξαφνικά απ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω και για σένα και για μένα. Έχεις πολλά
χρόνια μπροστά σου για να με ξεχάσεις και να ζήσεις ευτυχισμένη, όπως σου αξίζει, μ’ ένα παλικάρι της ηλικίας σου.
Έχε γεια!
Πέτρος
Τα γράμματα χόρευαν μπροστά μου και για μια στιγμή νόμισα πως ονειρευόμουν. Όμως δεν ήταν όνειρο. Ήταν η εντύπωση που αποκόμισα από το λιγόλογο αλλά ασαφές εκείνο κείμενο που ο Πέτρος, είχε γράψει με τρεμάμενο χέρι. Ο αγαπημένος μου φίλος, που νόμιζα πως, χάρη στη σχέση του με τη Δανάη, είχε αρχίσει να επουλώνει τα παλιά χτυπήματα της μοίρας του, ήταν φανερό πως είχε δεχτεί ένα ακόμα χτύπημα, που τον οδήγησε να γράψει ό,τι έγραψε, να κάνει ό,τι έκανε. Μόνο κάποιος που τρελάθηκε θα αποφάσιζε ξαφνικά κάτι τέτοιο, αλλά ο εκείνος είχε περάσει τόσες φουρτούνες και το μυαλό του είχε αντέξει. Ήταν αδύνατο να έχει τρελαθεί. Άρα, κάτι άλλο που έμαθε ή έπαθε, κάτι που τον πόνεσε πολύ, κάτι που πίστεψε πως θα τον βασάνιζε αλύπητα μια ζωή, τον έκανε να γυρίσει την πλάτη του στον κόσμο και στη ζωή
Διάβασα και ξαναδιάβασα συγκλονισμένος εκείνο το γράμμα, χωρίς να μπορέσω να μαντέψω την αιτία της απόφασής του «να φύγει». Αχ, αυτή η πολυσημία των λέξεων, η αμφισημία του «φεύγω», το αίνιγμα του τι εννοούσε ο Πέτρος χρησιμοποιώντας το συγκεκριμένο ρήμα. «Ο τάδε έφυγε»: «πήγε» κάπου εδώ κοντά, αλλά θα γυρίσει σύντομα, «εξαφανίστηκε» και δεν ξέρουμε πού βρίσκεται, «εγκατέλειψε» τη δουλειά του, «δραπέτευσε» από κάπου, «πέθανε» από μια ανίατη αρρώστια, «αυτοκτόνησε» από απελπισία…
Η Δανάη πίστευε πως ο Πέτρος ήταν ακόμα ζωντανός, πως για κάποιο λόγο εξαφανίστηκε, πως επίτηδες αρκέστηκε σ’ αυτό το ασαφές «να φύγω». Πίστευε πως, με όσα της έγραψε, ήθελε να την κάνει να πιστέψει πως θα αυτοκτονούσε, για να το πάρει απόφαση πως δεν ζει πια και να βρει, όπως της έγραφε, «κάποιο παλικάρι της ηλικίας της»! Η αστυνομία πίστευε πως αυτοκτόνησε, εγώ αμφιταλαντευόμουν ανάμεσα στο συμπέρασμα της αστυνομίας και την πεποίθηση της Δανάης. Ίσως πράγματι διατύπωσε αόριστα το γράμμα του, ώστε η Δανάη να πιστέψει ότι αυτοκτόνησε, γιατί ο ίδιος είχε μετανιώσει για τη σχέση τους, γιατί το θεώρησε εγωιστικό ν’ αδιαφορήσει για τη διαφορά της ηλικίας τους ή γιατί ανακάλυψε πως έπασχε από μια ανίατη αρρώστια και δεν ήθελε ούτε η Δανάη ούτε η Αθηνά να υποφέρουν μαζί του. Την εκδοχή της αυτοκτονίας δεν μπορούσα να την δεχτώ ανεπιφύλακτα και για έναν πρόσθετο λόγο.
Ο Πέτρος υπήρξε μια ζωή θρησκευόμενος άνθρωπος. Η θρησκεία θεωρεί την αυτοκτονία βαρύ αμάρτημα κι ο ίδιος δύσκολα θα αποφάσιζε να φύγει από τη ζωή φορτωμένος μ’ ένα τόσο βαρύ κρίμα! Αν όμως δεν αυτοκτόνησε, αλλά εξαφανίστηκε, για χάρη της Δανάης, γιατί παραμένει άφαντος όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν από τότε; Η Δανάη τελείωσε δασκάλα, διορίστηκε σ’ ένα διθέσιο σχολείο της Λέσβου, παντρεύτηκε με τον δάσκαλο με τον οποίο συνυπηρετούσε και δεν ξαναπάτησε το πόδι της στη Λαμία. Και η Αθηνά μεγάλωσε κι εκείνη, τελείωσε το Λύκειο, έπιασε δουλειά στον ΟΤΕ της Λαμίας κι αργά ή γρήγορα θα βρει κι εκείνη το ταίρι της. Αν ο Πέτρος δεν αυτοκτόνησε ή δεν πέθανε εξαιτίας μιας ανίατης αρρώστιας, αν εξακολουθεί να ζει, δεν έχει πλέον λόγο να ζει μακριά από τη Λαμία και την κόρη του.
Δεν έχω καταλήξει σε συμπέρασμα για το αν ο φίλος μου έχει πεθάνει ή ζει ακόμα κάπου. Φοβάμαι πως την απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν θα τη μάθω ποτέ. Αυτό όμως που τον οδήγησε στην απόφασή του να αυτοκτονήσει ή να εξαφανιστεί, το έμαθα μετά από χρόνια.
Εκείνες τις μέρες δεν μπόρεσα να το καταλάβω, ακόμα κι όταν η αδελφή μου μου μίλησε για τον καβγά του Πέτρου με την παπαδιά την παραμονή της εξαφάνισής του ή έστω λίγο αργότερα, όταν έλαβα με μεγάλη καθυστέρηση το συστημένο γράμμα που μου είχε ταχυδρομήσει από την Αθήνα ο Πέτρος.
Βρισκόταν στο παράσπιτο η Λίτσα, η νεότερη από τις δυο αδελφές μου, τη μέρα του καβγά. Ήταν απόγευμα, η αδελφή μου ύφαινε στον αργαλειό και η παπαδιά βρισκόταν δίπλα, στο νοικιασμένο ισόγειο του πατρικού μας με παρέα. Μαζί της ήταν ο Τραχανής, ένας εξηντάρης ευκατάστατος χήρος χωρίς παιδιά, μεγαλοτσέλιγκας με δυο τσοπάνους κι εκατοντάδες πρόβατα.
Κατά τις εφτά έξω από το σπίτι σταμάτησε ένα ταξί κι απ’ το παράθυρο η αδελφή μου είδε να κατεβαίνει ο Πέτρος. Σπάνια πήγαινε στο χωριό, μιας και οι σχέσεις με τη μάνα του, δεν ήταν οι καλύτερες. Φτάνοντας, χτύπησε την πόρτα, αλλά η παπαδιά καθυστέρησε να του ανοίξει. Είχε δικό του κλειδί και, πιστεύοντας ότι η μάνα του λείπει, άνοιξε μόνος του
Σε δυο λεπτά ο Τραχανής, ο μοναδικός τα τελευταία χρόνια επισκέπτης της παπαδιάς, έφευγε από το σπίτι τρέχοντας. Ήταν ξιπόλητος, χωρίς πουκάμισο και κρατούσε τα παντελόνια του…
Αμέσως στο ισόγειο δίπλα στο παράσπιτο ξεσπούσε τρικούβερτος καβγάς. Σπασίματα και φωνές, ειδικά από τον πάντα ευέξαπτο Πέτρο.
Δεν κράτησε πολύ ο καβγάς τους και δεν άκουσε όλα όσα ειπώθηκαν η αδελφή μου. Συγκράτησε μόνο μερικές φράσεις τους:
«Προσβάλεις τη μνήμη του πατέρα μου! Θα τρίζουν τα κόκαλά του μ’ αυτά που κάνεις». «Έχεις γίνει ρεζίλι στο χωριό». «Να φύγεις από δω, τώρα κιόλας, γιατί θα σε σκοτώσω κι εσένα κι αυτόν!» «Ντρέπομαι που είσαι μάνα μου», ήταν μερικά από αυτά που της φώναζε ο Πέτρος.
«Νέα γυναίκα είμαι ακόμα κι έχω κι εγώ ανάγκες…» «Δεν είμαι μάνα σου και δεν έχω καμιά υποχρέωση να σου δίνω λογαριασμό….». «Όχι, δεν ντρέπομαι! Εσύ πρέπει να ντρέπεσαι που γυρνάς με….» «Είχα καταλάβει ότι μεγάλωνα έναν εγκληματία, αλλά ας όψεται ο παπάς, που λυπήθηκε τη μάνα σου…», ήταν ένα τμήμα του επιθετικού αντίλογου της παπαδιάς.
Λίγα λεπτά αργότερα, όσο χρειάστηκε για να ντυθεί, η παπαδιά έφευγε, για πρώτη φορά ατημέλητη από το σπίτι.
-Να μη σώσεις και να μην προφτάσεις να πας στη Λαμία, του φώναξε.
-Το κλειδί! φώναξε με τη σειρά του ο Πέτρος.
-Θα ‘ρθω να μαζέψω τα πράγματά μου και θα σ’ το αφήσω στη Λίτσα, του αποκρίθηκε.
Για περισσότερο από μια ώρα παρέμεινε στο σπίτι ο Πέτρος. Κι όταν βγήκε ήταν κάτωχρος, σαν πεθαμένος. Ωστόσο, πριν κατευθυνθεί προς την πλατεία, απ’ όπου επέστρεψε με το ταξί τού χωριού στη Λαμία, μπόρεσε ν’ αρθρώσει ένα «Συγγνώμην για την αναστάτωση!» στην αδελφή μου. Αυτό ήταν όλο. Ο ταξιτζής, ο τελευταίος άνθρωπος που τον είδε, πριν ανοίξει η γη και τον καταπιεί, μου είπε: «Ως τη Λαμία, ρε Θαλή, ο φίλος σου δεν άνοιξε το στόμα του να πει κουβέντα. Ήταν φαρμακωμένος! Όταν φτάσαμε, μου ‘δωσε ένα χιλιάρικο για το αγώι και κατέβηκε χωρίς να πει και πάλι λέξη. Σήκωσε μόνο το χέρι του, αλλά δεν κατάλαβα, αν η χειρονομία του σήμαινε “Γεια! ” ή “Κράτα τα ρέστα”, που ετοίμαζα να του δώσω».
Δυο μέρες μετά τον καβγά της με τον Πέτρο, η παπαδιά, συνοδευόμενη από τον Τραχανή, επέστρεψε στο ισόγειο του πατρικού μου με ταξί. Φόρτωσαν στο πορτ-μπαγκάζ μερικές βαλίτσες με τα ρούχα της μόνο, άφησε το κλειδί στην αδελφή μου κι αναχώρησε με τον χήρο προς άγνωστη κατεύθυνση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ:
Τα μηνύματα που δημοσιεύονται στο χώρο αυτό εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους. Το STILIDA NEWS δεν υιοθετεί καθ' οιονδήποτε τρόπο τις απόψεις αυτές. Ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει την γνώμη του, όποια και να είναι αυτή.
Δεν πρόκειται να λογοκρίνεται κανένα σχόλιο που θα περιλαμβάνει καλοπροαίρετη κριτική ή θα διορθώνει κάποιο δικό μας σφάλμα.Τα συκοφαντικά, υβριστικά, απειλητικά, εκβιαστικά, ρατσιστικά ή κοινωνικού αποκλεισμού μηνύματα θα διαγράφονται.
ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙ ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟ ΔΥΝΑΤΟ.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.