Social Icons

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Ο ΓΚΑΝΤΕΜΗΣ


Θάνος Μπλούνας
Η κοινοποίηση της ανάρτησης του Kordis George για τα γενέθλια του Κ.Μητσ. μου θύμισε μια αδημοσίευτη (σχετικά σύντομη) νουβέλα, με τον τίτλο "Ο γκαντέμης". Την έγραψα πριν από ένα χρόνο και την επισυνάπτω για τους συμπολίτες μου και τους φίλους μου στο φ/μπ που αγαπούν το διάβασμα και ειδικά για κάποιους από αυτούς που γελάνε με τους προληπτικούς.

Θάνος Μπλούνας (Οκτ. 2014)
Ο ΓΚΑΝΤΕΜΗΣ

Όταν πριν από πολλά χρόνια οι δυο φίλοι μου κι εγώ φύγαμε από την Άγναντη, για να σπουδάσουμε στην Αθήνα, το μικρό ψαροχώρι του νησιού ήταν κοινότητα. Την εποχή εκείνη Βασίλης Χανιωτάκης, ο ουσιαστικός πρωταγωνιστής τούτης της σύγχρονης και απίστευτης ιστορίας, πρέπει να είχε ήδη σαρανταρίσει.
Ο Χανιωτάκης ήταν γιος του παπά του χωριού μας κι ένας από τους ελάχιστους την εποχή εκείνη δικηγόρους της Χώρας.
Ο πατέρας του, ο παπα-Γιάννης, υπήρξε, μέσα από τον θεσμό του κατηχητικού σχολείου, ο βασικότερος «δάσκαλός μας» στις διδαχές και τα δόγματα της θρησκείας μας, κι ο γιος, «το παπαδοπαίδι», ως ο μοναδικός πτυχιούχος του χωριού, το παράδειγμα προς μίμηση και των τριών μας. Ακολουθώντας το παράδειγμά του γιου, αποχτήσαμε κι εμείς τον τίτλο του πτυχιούχου, αλλά δεν γίναμε δικηγόροι. Ο Χρήστος, ο μεγαλύτερος απ’ όλους μας έγινε αξιωματικός του πυροβολικού κι αποστρατεύτηκε πριν από καμιά δεκαριά χρόνια με τον βαθμό του ταξιάρχου. Ο Νικόλας, που σπούδασε στη σχολή εμποροπλοιάρχων, έγινε καπετάνιος σ’ ένα από τα καράβια του Ωνάση. Κι εγώ, ο μικρότερος, τελειώνοντας την Πάντειο, έγινα γραφιάς στο Υπουργείο Εσωτερικών. Εξάλλου, ακολουθώντας τη συχνότερα επαναλαμβανόμενη νουθεσία του πατέρα - του παπα-Γιάννη- διατηρήσαμε τη συνήθεια του εκκλησιασμού, αν και όχι με την ίδια συχνότητα και οι τρεις, αφού με τα χρόνια και στο περιβάλλον στο οποίο έζησε ο καθένας μας, η σχέση μας με τη θρησκεία, την εκκλησία και τα θεία διαφοροποιήθηκε. 

Όταν μετά το 2000 παλιννόστησα -συνταξιούχος και με άσπρα μαλλιά- στη γενέτειρά μας πολλά πράγματα είχαν αλλάξει. Και πρώτα απ’ όλα το χωριό μας.
Χάρη στην τουριστική ανάπτυξη, η παλιά «Κοινότητα Άγναντης», την οποία στη δεκαετία του 80 είχε υπηρετήσει ως πρόεδρος για μία και μοναδική τετραετία ο δικηγόρος Χανιωτάκης, είχε μεγαλώσει, είχε ενωθεί με τη Χώρα του νησιού κι είχε συνοικία του δήμου.
Στο ΚΑΠΗ αυτής της συνοικίας, πλέον, του δήμου μας βρήκα να με περιμένουν, απόμαχοι κι αλλαγμένοι κι εκείνοι, οι δυο φίλοι των παιδικών μου χρόνων. 

Κατ’ αρχήν, ο Χρήστος ο μεγαλύτερος, ήταν παντρεμένος, όπως κι εγώ, αλλά χωρίς παιδιά. Και ήταν ο μόνος που, αν και η σχέση του με τη θρησκεία ήταν πιο χαλαρή από τη δική μας όταν φύγαμε από το νησί, συνέχιζε όχι μόνο να εκκλησιάζεται ανελλιπώς, αλλά και να διακονεί ως ευσεβής επίτροπος και όψιμος ψάλτης τον ναό της ενορίας μας. Απ’ ότι ήξερα από τον ίδιο, με τον οποίο συναντιόμουν παλιότερα όποτε τύχαινε να υπηρετεί στην Αθήνα, η σχέση του με τα θεία ήταν για πολλά χρόνια τυπική και, θα πρόσθετα, κατ’ ανάγκην υποκριτική. 

Έχοντας όμως περάσει μια ζωή σ’ ένα περιβάλλον όπου οι περισσότεροι συνάδελφοί του είχαν σημαία τους το «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», δεν είχε καμιά διάθεση να του προσάψουν ιδέες και συμπεριφορές «απάδουσες προς το ήθος του στρατεύματος». Γι’ αυτό κάθε Κυριακή και κάθε μεγάλη γιορτή φρόντιζε να δίνει το παρών και μάλιστα με τη γυναίκα του στην εκκλησία και ταυτόχρονα να αποκρύπτει και από την ίδια αλλά και από το περιβάλλον του τις πλούσιες εξωσυζυγικές του δραστηριότητες. Όλα αυτά πλέον, στα γεράματά του και μετά από ένα εγκεφαλικό, που τον τρόμαξε, έχουν αλλάξει. Οι εξωσυζυγικές του δραστηριότητες, έτσι κι αλλιώς, αποτελούν πλέον παρελθόν. Το ίδιο και ο από σκοπιμότητα εκκλησιασμός για το θεαθήναι. Τη θέση τους πήραν ο εκκλησιασμός, η προσευχή, η νηστεία, η εξομολόγηση και η μετάληψη, που γίνονται από εσωτερική ανάγκη, για να αντλήσει ελπίδα ότι μεταθανατίως θα του παρασχεθεί άφεση για τις «λόγω, έργω ή διανοία» παραβάσεις του Θείου νόμου. 

Η εξήγηση στην αλλαγή της συμπεριφοράς και της σχέσης του φίλου μας με τα θεία δεν είναι δύσκολή. Πολλοί συνάνθρωποί μας, που στα νιάτα τους έχουν ελάχιστη ή ανύπαρκτη σχέση με τη θρησκεία, στα γεράματά τους προβληματίζονται συχνότερα για το επέκεινα. Καθώς λοιπόν προσεγγίζουν το μέγα του θανάτου μυστήριο ο προβληματισμός τους, η ανασφάλεια μπροστά στο άγνωστο και ο φόβος ότι πιθανώς ισχύουν τα όσα η θρησκεία πρεσβεύει για την «φοβεράν ημέραν της Κρίσεως», τους οδηγεί στη φρόνιμη απόφαση -«κάλλιο αργά παρά ποτέ»- ν’ αλλάξουν πορεία και ν’ ακολουθήσουν «την οδόν της μετανοίας». 

Ο δεύτερος παιδικός μου φίλος ο Νικόλας, βρίσκεται από την άποψη αυτή στον αντίποδα. Από τότε που φοιτητές ακόμα ανταμώναμε και κάναμε τις πρώτες μας φιλοσοφικές συζητήσεις μας, εκείνος δήλωνε ορθολογιστής και στα θέματα της θρησκείας «άπιστος Θωμάς». Κι ως συνταξιούχος καπετάνιος του εμπορικού ναυτικού, έχοντας γυρίσει όλον τον κόσμο και έχοντας διαπιστώσει ότι κάθε λαός έχει τη δική του θρησκεία, την οποία θεωρεί ως μόνη αληθινή και θεόπνευστη, ήταν φυσικό να παραμείνει ως τώρα συνεπής στις απόψεις των νεανικών του χρόνων, αρνούμενος, όπως ο Χρήστος και πολλοί άλλοι συνομήλικοί μας, να πορευτεί στην οδό της μετάνοιας.
Το ότι οι απόψεις των δύο φίλων μου, αλλά και η δική μου ως αγνωστικιστή, διαφέρουν για τη θρησκεία -και όχι μόνο γι’ αυτήν- δεν μας εμποδίζει ν’ ανταμώνουμε καθημερινά στο δημοτικό ΚΑΠΗ και να τα λέμε με τις ώρες. 

Κατά τις συζητήσεις μας αυτές μερικές φορές ο Χρήστος παρουσιάζει κενά μνήμης ή εκστομίζει ξαφνικά διάφορες άσχετες φράσεις. Η συμπεριφορά του αυτή δεν μας προξενεί πλέον εντύπωση γιατί ξέρουμε ότι αποτελεί σύμπτωμα του επερχόμενου αλτσχάιμερ αλλά και επακόλουθο του εγκεφαλικού επεισοδίου, στο οποίο έχω ήδη αναφερθεί. Ευτυχώς, τα συμπτώματα αυτά του προηγηθέντος εγκεφαλικού και του επερχόμενου αλτσχάιμερ δεν εκδηλώνονται συχνά. Γι’ αυτό, κάποιος που θα τον γνωρίσει σε περίοδο που τα συμπτώματα αυτά βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση θ’ αποκομίσει την εντύπωση πως, παρά την ηλικία του, είναι μια χαρά στα λογικά του. Θα εκπλαγεί μόνο, αν τον ακούσει ξαφνικά να λέει: «Αύριο, έχουμε άσκηση στο πεδίο βολής»! Πότε πότε μου πετάει κι εμένα κάτι τέτοια, αλλά, ακούγοντάς τον και ξέροντας την κατάστασή του, δεν εκπλήσσομαι… 

Η γυναίκα του πάντως, που έχει περισσότερες παρόμοιες εμπειρίες από μένα, μερικές φορές εκνευρίζεται μ’ αυτά που της λέει. Λόγου χάρη, κάτι τέτοιο συνέβη πέρυσι, ανήμερα της εικοστής πέμπτης Μαρτίου. Το απόγευμα εκείνης της ημέρας, μιας και το δημοτικό ΚΑΠΗ στο οποίο συχνάζουμε ήταν κλειστό, πέρασα από το σπίτι του για να πάμε σε καμιά καφετέρια. Θυμάμαι ότι τον βρήκα εκνευρισμένο κι όταν τον ρώτησα, μπροστά τη γυναίκα του, τι είχε, μου απάντησε: «Τι θες να έχω; Περίμενα όλο το πρωί την Ευανθία να μου σιδερώσει τη στολή, για να παρελάσω κι αυτή μου στολίστηκε, μου παρφουμαρίστηκε και πήγε τάχα μου τάχα μου να δει την παρέλαση με την αδελφή της... Έτσι και ανακαλύψω ποιος της πήρε τα μυαλά θα τον καλέσω σε μονομαχία και θα τον εκτελέσω με τα ίδια μου τα χέρια!» 

Επαναλαμβάνω ότι προσωπικά κάτι τέτοιες δηλώσεις του φίλου μου του Χρήστου δεν με εκπλήσσουν. Αυτό που με εξέπληξε κι εμένα αλλά και τον ίδιο είναι ότι φίλος μας ο Νικόλας, ο «μια ζωή ορθολογιστής», έγινε κάποια στιγμή ανεξήγητα…προληπτικός! Αυτή η ασυμβίβαστη με τον ορθολογισμό του ανδρός ιδιότητά του, πρωτοεκδηλώθηκε πριν από τρία περίπου χρόνια και έκτοτε εκδηλώνεται κάθε φορά που θα συναντήσει ή έστω θ’ ακούσει να αναφέρεται το όνομα του Χανιωτάκη! Ναι, του Βασίλη Χανιωτάκη, γιου του μακαρίτη παπα-Γιάννη, που ζει ακόμη και που εκτός από τους τίτλους του πρώην προέδρου της «πρώην Κοινότητος Άγναντης» και του συνταξιούχου δικηγόρου «πρώην προέδρου του δικηγορικού συλλόγου» της Χώρας, έχει αποκτήσει δύο ακόμα «τίτλους»: του μεγαλύτερου σε ηλικία αλλά εισέτι κοτσονάτου κατοίκου του νησιού μας και του…γκαντέμη της συνοικίας μας! Αυτός ο άνθρωπος, που αποτέλεσε στα νεανικά μας χρόνια και για τους τρεις μας παράδειγμα προς μίμηση, θεωρείται πλέον από τον φίλο μας ως ο κακός του δαίμονας… 

Ο «τίτλος» του γκαντέμη δεν είναι ασφαλώς άσχετος με τη «δαιμονοποίηση» του Χανιωτάκη από τον Νικόλα. Γι’ αυτό κρίνω χρήσιμο να αναφέρω ότι τον «τίτλο» αυτόν τον απέκτησε εξαιτίας των «λιμών, λοιμών, σεισμών και καταποντισμών», που βρήκαν μαζεμένοι κατά τη διάρκεια της προεδρικής του θητείας σε κάποιες περιπτώσεις την Άγναντη και σε κάποιες άλλες νησί μας ολόκληρο. Το πρώτο από σοβαρότερα δεινά εκείνης της τετραετίας ήταν -την επόμενη μόλις ημέρα της εκλογής του- μια καταρρακτώδης φθινοπωρινή βροχή που προκάλεσε μια καταστρεπτική πλημμύρα. Το δεύτερο μια μεγάλη πυρκαγιά στο κοινοτικό κατάστημα, που ξέσπασε από βραχυκύκλωμα πρωτοχρονιάτικα -τη μέρα που ανέλαβε τα προεδρικά του καθήκοντα- και που ανάγκασε για αρκετό καιρό το κοινοτικό συμβούλιο να συνεδριάζει στο δημοτικό σχολείο. 

Το τρίτο από τα δεινά που βρήκαν το χωριό -για να περιοριστώ στα σοβαρότερα- ήταν μια ομαδική δηλητηρίαση το πρώτο καλοκαίρι της θητείας του απ’ όσους δοκίμασαν τη βραστή γίδα που πρόσφερε η κοινότητα στο πανηγύρι της Παναγίας. Το τέταρτο μια μεγάλη πυρκαγιά που ξεκίνησε το επόμενο καλοκαίρι απ’ το δασάκι της Άγναντης και αποψίλωσε μια μεγάλη έκταση του νησιού μας. Και το τελευταίο και οδυνηρότερο απ’ όλα ένα σοβαρό τροχαίο -μια μετωπική σύγκρουση ενός λεωφορείου και ενός φορτηγού έξω από την Άγναντη, την παραμονή των επόμενων δημοτικών και κοινοτικών εκλογών- που στοίχισε τη ζωή σε τρεις Αγναντινούς. 

Θα συμφωνήσετε θαρρώ μαζί μου πως όλα αυτά ήταν συμπτωματικά και άσχετα με τον πρόεδρο της κοινότητας προσωπικά. Σε συνδυασμό όμως με τα μικρότερα, που παρέλειψα να αναφέρω, ήταν πάρα πολλά, για να περάσουν απαρατήρητα και υπέρ αρκετά, για να του χαρίσουν τον τίτλο του γκαντέμη και να οδηγήσουν στον εκλογικό καταποντισμό του. 

Ο Χανιωτάκης αντιμετώπισε την πανωλεθρία του με…χαμόγελο, που αποτελούσε το σήμα κατατεθέν του προσώπου του από τότε που ήταν παιδί. Αυτό το σχεδόν μόνιμο χαμόγελό του, είχε συντελέσει στο να γίνει πρόεδρος, αφού, προεκλογικά είχε ερμηνευτεί ως δείγμα φιλικής συμπεριφοράς προς τους συγχωριανούς του. Μετεκλογικά όμως τα θετικά σχόλια των Αγναντινών γι’ αυτό του το χαμόγελο άρχισαν βαθμιαία μετατρέπονται σε αρνητικά. Ειδικά όταν το χαμόγελο αυτό συνόδευε τα δικά του σχόλια για όσα δυσάρεστα τους βρήκαν ή κάποιες δυσάρεστες ανακοινώσεις του. Μια από αυτές έγινε στο κοινοτικό συμβούλιο και αφορούσε την ξαφνική επιδείνωση της κατάστασης του γραμματέα της κοινότητας, που είχε υποβληθεί σε μια εγχείρηση ρουτίνας σε νοσοκομείο της Αθήνας. Όσοι τον άκουσαν τότε να ανακοινώνει, με το γνώριμο παγωμένο χαμόγελό του, ότι ο γραμματέας τους ήταν ετοιμοθάνατος ενοχλήθηκαν. 

Και περισσότερο ακόμα ενοχλήθηκαν όσοι τον είδαν λίγες μέρες αργότερα να προσέρχεται και πάλι χαμογελαστός …στην κηδεία του άτυχου γραμματέα. Αργότερα μάλιστα στην ενόχληση των πολλών για το χαμόγελο αυτό προστέθηκε και ο πανικός των συγγενών όσων εγκατέλειπαν τα εγκόσμια. Αυτό έγινε ένα εικοσιτετράωρο μετά την κηδεία, όταν ο κουνιάδος του γραμματέα, τον οποίο ο πρόεδρος είχε συλλυπηθεί, όπως και τους υπόλοιπους συγγενείς, δια χειραψίας, έτυχε να πεθάνει από ανακοπή. 

Η δεύτερη εκείνη κηδεία, στην οποία ο Χανιωτάκης δεν προσήλθε, γιατί έλειπε στην Αθήνα, έγινε αιτία να του απονεμηθεί ο τίτλος του γκαντέμη και να εξαπλωθεί η ανατριχιαστική αίσθηση που προκαλεί σε πολλούς ακόμα και σήμερα η παρουσία του. Υπηρετούσα τη θητεία μου στον στρατό τότε, αλλά εκείνες τις μέρες βρισκόμουν με άδεια στο νησί και παραβρέθηκα κι εγώ με τους γονείς μου στην κηδεία, γιατί ο μακαρίτης ήταν γείτονάς μας. Θυμάμαι ακόμα τις χαμηλόφωνες συζητήσεις για τον πρόεδρο, που έγιναν μετά την ταφή του γείτονά μας, στο «τραπέζι της παρηγοριάς». 

Κάποιος, εκτός από γκαντέμη, τον χαρακτήρισε «χολεριασμένο»! Άλλος, έχοντας μνημονεύσει και τις θεομηνίες που είχαν προηγηθεί, είπε ότι «αυτός έχει μέσα του το πνεύμα του κακού, που σπέρνει καταστροφές κι εκπέμπει φονική ενέργεια»! Ένας τρίτος έφτασε στο σημείο να τον θεωρήσει ως εκπρόσωπο του Χάρου στην κοινότητά μας! Τέλος, κάποιος άλλος, που πιθανόν είχε παρακολουθήσει πρόσφατα κάποια ταινία φρίκης με βρικόλακες, τον παρομοίασε με τον Δράκουλα.
«Αυτός ο γκαντέμης», είπε, «την ώρα που συλλυπούνταν δια χειραψίας στην προηγούμενη κηδεία τον σημερινό μακαρίτη, είχε το χαμόγελο και γενικά την έκφραση του Δράκουλα, τη στιγμή που ετοιμάζεται να καρφώσει τα δόντια του στον λαιμό του θύματός του»! Εκείνη η παρομοίωση έγινε αιτία να χαρακτηριστεί για πρώτη φορά το χαμόγελο του Χανιωτάκη «δρακουλέ» και να του απονεμηθούν ως εναλλακτικοί «τίτλοι» του «γκαντέμη», το «Δράκουλας» ή «βρυκόλακας».
Από τη δεύτερη εκείνη κηδεία και μετά οι Αγναντινοί προσπαθούσαν να αποφύγουν με κάθε τρόπο χειραψία με τον «γκαντέμη». Για τον ίδιο λόγο έπαψαν να τον καλούν σε γάμους και γλέντια. Στις κηδείες πάντως, που δεν χρειαζόταν πρόσκληση και κατέφθανε απρόσκλητος και, όπως πάντα, χαμογελαστός, η εμφάνισή του και ειδικά το άπλωμα του χεριού του σε συλλυπητήρια χειραψία προκαλούσε τον πανικό στους πενθούντες συγγενείς. Αν μάλιστα κάποιος από αυτούς τύχαινε να πάθει κάτι στις επόμενες μέρες ή εβδομάδες, οι περισσότεροι χωριανοί το θεωρούσαν ως επακόλουθο της χειραψίας του γκαντέμη.

Με την άποψη που είχαν οι Αγναντινοί για την γκαντεμιά του Χανιωτάκη, η απρόσμενη επίσκεψή του την προηγούμενη Παρασκευή, πρώτη του μήνα, στο ΚΑΠΗ μας ήταν φυσικό να προκαλέσει αναστάτωση. Οι περισσότεροι από τους ηλικιωμένους που τον είδαν να εμφανίζεται στο στέκι μας με το γνωστό παγερό χαμόγελο στο πρόσωπό του και μ’ ένα τεράστιο κουτί γλυκά στα χέρια κοιτάχτηκα θορυβημένοι. Μερικοί μάλιστα από αυτούς, που χάζευαν όρθιοι γύρω από τα τραπέζια που παιζόταν χαρτιά, τάβλι, ντάμα, σκραμπλ ή σκάκι, έκαναν πως κοιτάζουν το ρολόι τους και -για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Νικόλα- «την έκαναν με μικρά πηδηματάκια». Ο ίδιος ο Νικόλας πάντως, από τη στιγμή που διαπίστωσε πως ο «γκαντέμης» δεν άρχισε τις χειραψίες, παρέμεινε στη θέση του. 

-Καλημέρα εις όλας και εις όλους σας και καλόν μήνα! απευθύνθηκε μεγαλόφωνα ο Χανιωτάκης στους θαμώνες της αίθουσας, που ακούγοντάς τον -όσοι δεν τον είχαν δει- σταμάτησαν το παιχνίδι και στράφηκαν προς το μέρος του. Επιτρέψατέ μου, συνέχισε χαμογελαστός και σε άπταιστη καθαρεύουσα της νιότης του, να σας απασχολήσω δι’ ολίγον, προκειμένου να σας ανακοινώσω κάτι ευχάριστον.
-Κάποιον θα εξαπέστειλε πάλι, μουρμούρισε ο Νικόλας κι έφτυσε με τρόπο στον κόρφο του.
-Από της επομένης Δευτέρας, τετάρτης ημέρας του ενεστώτος μηνός, εγκαθίστανται εις την πόλιν μας και επί της οδού Μιαούλη 38 δύο νέοι λαμπροί επιστήμονες. Πρόκειται δια τον δισέγγονόν μου συμβολαιογράφον κύριον Ιωάννην Χανιωτάκην, αριστούχον της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και δια την φαρμακοποιόν σύζυγόν του κυρίαν Αγγελικήν Χανιωτάκη, το γένος Γρυλλάκη. Ικανοποιούντες αμφότεροι ασμένως την προσωπικήν μου παράκλησιν, απεφάσισαν να προχωρήσουν εις μίαν προσφοράν αγάπης και σεβασμού προς τους ηλικιωμένους της πόλεώς μας, την οποίαν και με εξουσιοδότησαν να σας ανακοινώσω.
 Σας πληροφορώ, λοιπόν, ότι η σύζυγος του εγγονού μου θα χορηγεί επί ένα τρίμηνον φάρμακα εις τα μέλη των ΚΑΠΗ της πόλεώς μας χωρίς να εισπράττει το μη καλυπτόμενον από τον ασφαλιστικόν σας φορέα ποσοστόν της προσωπικής σας συμμετοχής. 

Παραλλήλως, κατά την διάρκειαν του ιδίου χρονικού διαστήματος, ο εγγονός μου θα συντάσσει διαθήκας και συμβόλαια γονικών παροχών ή μεταβιβάσεων δια λογαριασμόν σας με έκπτωσιν είκοσι τοις εκατό επί της εκ του νόμου προκαθορισμένης αμοιβής του. Κατόπιν τούτων σας συνιστώ να επωφεληθείτε των χορηγουμένων σημαντικών εκπτώσεων και να σπεύσετε όχι μόνον να προμηθευτείτε τα φάρμακά σας, αλλά και να συντάξετε εγκαίρως την διαθήκην σας ή τα διανεμητήρια των περιουσιακών σας στοιχείων. Το τελευταίον το θεωρώ εξίσου απαραίτητον με την φροντίδα δια την υγείαν σας, αφού η ηλικία…σας (!) και το άδηλον προσδόκιμον ζωής μιας εκάστης και ενός εκάστου εξ υμών δεν επιτρέπουν αναβολάς.

-Τέτοια πες μας για να μας φτιάχνεις πρωτομηνιάτικα τη διάθεση, μουρμούρισε και πάλι ο Νικόλας.
-Δεν θα σας απασχολήσω άλλον, διότι πρέπει να επισκεφθώ και τα υπόλοιπα δύο ΚΑΠΗ του δήμου μας, συνέχισε ο Χανιωτάκης. Σας αποχαιρετώ, λοιπόν, ευχόμενος και πάλιν καλόν μήνα, και αφήνοντάς σας ένα κουτί με γλυκά, με τα οποία μπορείτε να συνοδεύσετε το ρόφημά σας, ευχόμενοι με την σειράν σας νοερώς τα βέλτιστα εις τον δισέγγονόν μου και την σύζυγόν του. 

-Ευτυχώς, που δεν μας αποχαιρέτησε δια χειραψίας, σχολίασε ο Νικόλας.
-Αμάν, πια τι έχεις πάθει μ’ αυτόν τον άνθρωπο; τον επιτίμησα.
-Καλά σου λέει, συμφώνησε μαζί μου ο Χρήστος. Τι σου ’χει κάνει ο άνθρωπος; Διαφήμιση στα εγγόνια του ήρθε να κάνει και μάλιστα φέρνοντάς μας και γλυκά.
-«Φοβού τους…γκαντέμηδες και δώρα φέροντας», του αποκρίθηκε ο Νικόλας. Κι αμέσως μετά, απευθυνόμενος και σε μένα, συνέχισε:
-Θέλει και ρώτημα τι μου έχει κάνει; Δεν τον ακούσατε τον αρχιγκαντέμη; Να βιαστούμε, λέει, να συντάξουμε τη διαθήκη μας, γιατί η ηλικία μας δεν επιτρέπει αναβολές.
-Άδικο έχει; σχολίασα. Γεράσαμε πια, δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει. Το βέβαιο είναι πως αργά ή γρήγορα τα ψωμιά μας τελειώνουν.
-Τέτοια πες μου κι εσύ, να μου κάνεις την καρδιά περιβόλι.
-Γιατί σου κάνω την καρδιά περιβόλι; Μήπως σου ανακοινώνω κάτι δυσάρεστο, που δεν το ξέρεις; Το πλέον βέβαιο απ’ όσα μας επιφυλάσσει η ζωή είναι ο θάνατος!..
-Ο θάνατος για μας. Ο Δράκουλας όμως εκεί, απέθαντος! Και μάλιστα με πρόσθετες δυνάμεις από εκείνες που είχε ο γεννήτοράς του των Καρπαθίων. Εκείνος κυκλοφορούσε μόνον νύχτα. Τούτος εδώ κυκλοφορεί κοτσονάτος, χαμογελαστός κι αθάνατος ανάμεσά μας μέρα μεσημέρι!... Φαίνεται πως αποστολή του δεν είναι να πίνει το αίμα μας, αλλά να μας το παγώνει, προειδοποιώντας μας σαν προπομπός του Χάρου ότι το προσδόκιμο της ζωής μας όπου να ’ναι τελειώνει…
-Γιατί, ρε Ευανθία; Πόσο έχει ο μήνας; μουρμούρισε -ξαφνικά χαμένος στον κόσμο του- ο Χρήστος.
Αγνοώντας την άσχετη ερώτησή του φίλου μας στην… απούσα Ευανθία, αποκρίθηκα γελώντας στον Νικόλα:
-Δεν ξέρω αν έχεις δίκιο για την αποστολή του τοπικού Δράκουλα, αλλά με το «κοτσονάτος» συμφωνώ απόλυτα. Και για να τελειώνουμε με την πλάκα, εγώ τον γκαντέμη τον θαυμάζω.
-Τον θαυμάζεις; απόρησε ο Χρήστος, που φαίνεται πως είχε επιστρέψει σε χρόνο ρεκόρ από το «ταξίδι στον κόσμο του».
-Ακριβώς. Τον θαυμάζω και τον ζηλεύω, πρόσθεσα. Δεν τον είδατε; Πρέπει να ’χει περάσει προ πολλού τα ενενήντα κι όμως κυκλοφορεί καθημερινά στην πόλη μας, χωρίς μπαστούνι, ευσταλής σαν τους ευζώνους της προεδρικής φρουράς, ντυμένος στην τρίχα και, το κυριότερο, με τα μυαλά του τετρακόσια. Άλλοι στην ηλικία του έχουν πάθει αλτσχάιμερ και παραμένουν σχεδόν συνέχεια στο σπίτι τους, όπου κατουριούνται και χέζονται σαν τα μωρά. Κι όταν προσπαθούν να μιλήσουν, από τα σάλια που τους πέφτουν και τα δόντια που τους λείπουν, δυσκολεύεσαι να καταλάβεις τι λένε. Ο μπαγάσας ο Χανιωτάκης όμως μας μιλούσε πριν από λίγο σε άπταιστη καθαρεύουσα και χωρίς το παραμικρό σαρδάμ, θυμίζοντάς μου τις προ αμνημονεύτων χρόνων αγορεύσεις του στο δικαστήριο!

 Γι’ αυτό τον θαυμάζω και γι’ αυτό τον ζηλεύω…

-Εγώ πάντως τον λυπάμαι και δεν θα ’θελα με τίποτα να είμαι στη θέση του, σχολίασε με τη σειρά του ο Χρήστος.
-Τι λες τώρα; απόρησα. Δεν θα ’θελες να περνούν τα χρόνια κι εσύ να εξακολουθείς να είσαι γερός σαν ταύρος και να τα ’χεις τετρακόσια;
-Αυτό θα το ’θελα, ποιος δεν θα το ’θελε; μου απάντησα. Αυτό που δεν θα ’θελα και, για το οποίο τον λυπάμαι, είναι να με θεωρούν γκαντέμη και να στρίβουν όταν με βλέπουν στον δρόμο ή να φτύνουν στον κόρφο τους, όπως έκανε μόλις τον είδε ο Νικόλας. Σκέφτεσαι πώς νιώθει ο κακόμοιρος με τη στάση αυτή του κόσμου απέναντί του; Ή μήπως νομίζεις πως δεν καταλαβαίνει;
-Καταλαβαίνει αλλά δεν νομίζω ότι νοιάζεται, πετάχτηκε ο Νικόλας. Αυτός παιδί μου είναι παχύδερμο. Να κι αν λένε, να κι αν δεν λένε οι άλλοι για την γκαντεμιά του. Αν τον ένοιαζε, θα κλεινόταν κι αυτός σαν τα ραμολιμέντα στο σπίτι του και δεν θα γύριζε χαμογελαστός κι εφτάψυχος στις κηδείες των άλλων… 

Τράβηξε σε μάκρος η κουβέντα μας την προηγούμενη Παρασκευή στο ΚΑΠΗ. Ο Νικόλας δεν είχε πια διάθεση να τελειώσουμε την πρέφα μας. Έτσι, μετά από τα σχόλια για τον Χανιωτάκη περάσαμε, όπως το συνηθίζουμε στα παλιά και μνημονεύσαμε αρκετούς μακαρίτες. Μόνο που η βελόνα του Νικόλα είχε κολλήσει στον Χανιωτάκη. Μιλώντας για κάποιους από τους πεθαμένους δεν έχανε την ευκαιρία να μας θυμίζει τις φήμες σύμφωνα με τις οποίες οι συγκεκριμένοι «αποδήμησαν, γιατί είχαν την ατυχία να τους αγγίξει το χέρι του γκαντέμη ή απλά να βρεθούν μέσα στο βεληνεκές της δολοφονικής αύρας που εκπέμπει»!

Μόλις τρεις μέρες είχαν περάσει από την Παρασκευή, που μας επισκέφθηκε ο Χανιωτάκης, ως τη Δευτέρα που ξανασυναντηθήκαμε με τον Νικόλα στο ΚΑΠΗ. Αυτή τη φορά, μια και ο μόνιμος τρίτος της πρέφας έλειπε, πήγα προετοιμασμένος για τάβλι. Κι ο τρίτος, φυσικά, δεν ήταν άλλος από τον Χρήστο, που μας είχε ενημερώσει από το Σάββατο ότι θα πήγαινε να εξομολογηθεί στον πνευματικό του, που ήταν ηγούμενος σ’ ένα μοναστήρι της Αττικής και ότι μετά την εξομολόγηση θα ’μενε μερικές μέρες στην Αθήνα για να κάνει το τακτικό του τσεκ-απ στο ΝΙΜΤΣ.
Πριν φτάσω στο ΚΑΠΗ είχα πρόθεση πάνω στο παιχνίδι με τον Νικόλα να φέρω και πάλι την κουβέντα μας στον Χανιωτάκη, για να τον πειράξω. Μπαίνοντας όμως στο στέκι μας τον βρήκα τόσο αναστατωμένο που η διάθεσή μου για πειράγματα κι αστεία εξαφανίστηκε… 

-Τα ’μαθες; με ρώτησε. Ο Κώστας ο Καλύβας μας άφησε χρόνους!
-Θεός σ’χωρέσ’ τον του απάντησα. Από τι πήγε;
-Από τον …γκαντέμη!
-Καλά, σοβαρολογείς; ξαναρώτησα.
-Όχι, πλάκα κάνω, μου απάντησε θυμωμένος. Πού ακούμπησε το κουτί με τα γλυκά ο γκαντέμης, την Παρασκευή που μας έκανε πρωτομηνιάτικα ποδαρικό; συνέχισε. Αν δεν θυμάσαι, να στο θυμίσω εγώ. Το ακούμπησε στο τραπέζι που καθόταν ο Καλύβας με την παρέα του! Κι όταν, μετά από το λογύδριό του για το προσδόκιμο της ζωής μας, ξεκουμπίστηκε, ο πρώτος από αυτούς που τόλμησαν να φάνε γλυκό ήταν ο φουκαράς ο Καλύβας.
-Τι λες τώρα, ρε Νικόλα; Από το γλυκό του γκαντέμη πέθανε ο Καλύβας; Μην ξεχνάς πως ήταν ογδόντα δύο… Ήρθε φαίνεται ο καιρός του να πεθάνει…
-Κι ο «γκαντέμης» πρέπει να είναι πάνω από ενενήντα πέντε, αλλά ζει και βασιλεύει! με αποστόμωσε… 

Μετά από τη συζήτηση που κάναμε το πρωί της Δευτέρας με τον Νικόλα αλλά και με τους υπόλοιπους θαμώνες του ΚΑΠΗ για τον ξαφνικό θάνατο του Καλύβα, ματαιώσαμε τον αγώνα στο τάβλι, κι επιστρέψαμε στα σπίτια μας. Ο θάνατος του Καλύβα με είχε λυπήσει. Εκτός από λυπημένος όμως είχα αρχίσει πια ν’ ανησυχώ σοβαρά, όχι φυσικά για την υποτιθέμενη γκαντεμιά του Χανιωτάκη, αλλά για την έμμονη ιδέα που βασάνιζε τον φίλο μου.
Η ανησυχία μου αυτή εντάθηκε, αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας , μετά από ένα τηλεφώνημα. Στο τηλέφωνο ήταν ο Νικόλας, που μου ανακοίνωσε πανικόβλητος ότι πριν από λίγο, που πήγαινε στο περίπτερο της γειτονιάς του, «συνάντησε τον Οξαποδώ!»

-Τον «Οξαποδώ»; απόρησα.
-Τον γκαντέμη τον Χανιωτάκη, παιδί μου, ποιον άλλον; Μάλιστα είχε όρεξη για κουβέντα κι αναγκάστηκα να του μιλήσω, γιατί ντράπηκα την ηλικία του.
-Ε, και τι έπαθες; ρώτησα γελώντας.
-Γελάς, ε; Δεν έχω διάθεση να συνεχίσω μαζί σου την κόντρα, γιατί ξέρω πως δεν πρόκειται να παραδεχτείς, αυτό που ξέρουν όλοι οι Αγναντινοί. Απλά, αν πάθω τίποτα, ήθελα να ξέρεις ποιος φταίει γι’ αυτό και να πάρετε με τον Χρήστο τα μέτρα σας.
Μάταια προσπάθησα να τον καθησυχάσω και να τον πείσω ότι αυτό που πίστευαν για τον Χανιωτάκη πολλοί στη συνοικία μας -όχι πάντως όλοι, όπως μου είπε- οφειλόταν σε συμπτώσεις.
-Μη χολοσκάς για τον Νικόλα, μου είπε η γυναίκα μου, που είχε πληροφορηθεί την άποψή του για τον θάνατο του Καλύβα και είχε παρακολουθήσει και την τηλεφωνική μας συνομιλία. Μετά από λίγες μέρες, θα διαπιστώσει πως δεν του συνέβη τίποτα και θα γελάει κι εκείνος με την έμμονη ιδέα του. 

Βρήκα λογικό τον συλλογισμό της και ησύχασα κάπως, όμως πρωί πρωί την επόμενη μέρα μας τηλεφώνησε μια γειτόνισσα του Νικόλα και μας ανακοίνωσε ότι ο φίλος μου νοσηλευόταν από τα μεσάνυχτα στην εντατική του νοσοκομείου με έμφραγμα! Η είδηση με αναστάτωσε. Κι αφού πληροφορήθηκα το ωράριο που επιτρέπεται η επίσκεψη στην εντατική, στις τέσσερις ακριβώς, βρισκόμουν («το πολύ για δέκα λεπτά», με προειδοποίησε η νοσοκόμα) στο προσκέφαλό του.
Ο Νικόλας ήταν σε καλύτερη κατάσταση από εκείνην που είχα φοβηθεί πως θα τον έβρισκα. Και στα λίγα λεπτά που έμεινα κοντά του, μου εξομολογήθηκε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπισε πρόβλημα με την καρδιά του.

-Η πρώτη, μου αποκάλυψε, ήταν μια μέρα πριν από τρία χρόνια. Συνάντησα τότε στον δρόμο αυτόν τον κορακοζώητο γκαντέμη, ο οποίος μου άπλωσε το χέρι για να με καλωσορίσει, λέει, «εις την κατηγορίαν των απομάχων της νήσου μας». Είχα ακούσει βέβαια για τα αποτελέσματα κάποιων χειραψιών του, εξαιτίας των οποίων πολλοί τον αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι, αλλά τα θεωρούσα κι εγώ κουτσομπολιά και υπερβολές κάποιων προληπτικών. Γι’ αυτό και του έδωσα ανυποψίαστος το χέρι μου. Ε, λοιπόν, πριν του το δώσω, καλύτερα να μου ξεραινόταν! Μόλις με άγγιξε ένιωσα να περνάει μέσα μου κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα. 

Ήταν τόσο δυσάρεστο το αίσθημα που μου προκάλεσε, ώστε μόλις μου έστρεψε την πλάτη αναγκάστηκα να καθίσω σ’ ένα παγκάκι, γιατί, στη συνέχεια του στιγμιαίου καψίματος από το «ρεύμα» που με είχε διαπεράσει, ένιωσα να εμφανίζονται κι άλλα συμπτώματα: Τα χέρια μου άρχισαν να παγώνουν, το μέτωπό να πλημμυρίζει στον ιδρώτα, η αναπνοή μου να γίνεται δύσκολη κι ένας οξύς πόνος να διαπερνά τη ράχη μου. Μετά από κάμποση ώρα συνήλθα, αλλά φρόντισα να επισπεύσω το ιατρικό τσεκ-απ, που κάνω μια φορά τον χρόνο στο ΛΑΪΚΟ. Οι εξετάσεις έδειξαν ένα μικρό έμφραγμα και ο γιατρός μού συνέστησε να προσέχω.

-Αυτό πρώτη φορά τ’ ακούω, παρατήρησα.
-Ναι, δεν είπα τίποτα σε κανέναν για εκείνο το συμβάν. Από τότε όμως άρχισα κι εγώ να θεωρώ δεδομένη την γκαντεμιά αυτού του βρικόλακα. Μετά και από χτεσινοβραδινό, που, θα θυμάσαι πως το είχα προφητεύσει το απόγευμα που σου τηλεφώνησα, τι έχεις να πεις;
-Ξέρω κι εγώ; Τι να πω; του αποκρίθηκα αμήχανα.
-Πιστεύω να μη με θεωρείς πλέον προληπτικό και να μη γελάς μαζί μου, όταν μιλάω για την γκαντεμιά αυτού του ανθρώπου. Ένα μόνο θα σου πω, κατέληξε: Για καλή μου τύχη, όταν μου μίλησε χτες αυτός ο βρυκόλακας δεν μου άπλωσε και το χέρι σε χαιρετισμό. Αν με είχε ακουμπήσει πάλι ο άτιμος, τώρα δεν θα με είχε στείλει στο νοσοκομείο αλλά κατ’ ευθείαν στα θυμαράκια.
Αυτά μου αποκάλυψε την περασμένη Τρίτη στο νοσοκομείο ο Νικόλας. Και η αρχική του αποκάλυψη, για την υποτιθέμενη αιτία του πρώτου μικρού εμφράγματός του, που διέγνωσαν στο ΛΑΪΚΟ μου ’δωσε επιτέλους τη δυνατότητα να εξηγήσω πώς και γιατί ο μια ζωή ορθολογιστής φίλος μου κατέληξε στα γεράματά του επιλεκτικά προληπτικός.

Επιστρέφοντας από το νοσοκομείο, λίγα μέτρα πριν φτάσω στο σπίτι μου, έπεσα πάνω στον… Χανιωτάκη!
-Ο, τον αγαπητό μου! Δεν φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, ανέκραξε χαμογελαστός, απλώνοντάς μου το χέρι του.
Για μια στιγμή πέρασαν σαν αστραπή από τον νου μου όλα όσα οι προληπτικοί πίστευαν για το επακόλουθο των χειραψιών του και δίστασα. Όμως, η ντροπή κι ο σεβασμός στον ηλικιωμένο συντοπίτη μας μ’ έκαναν να ξεπεράσω τον δισταγμό μου και να του δώσω το χέρι μου, που το ’σφιξε με εγκαρδιότητα. Ε, λοιπόν, δεν θα το πιστέψετε, αλλά στο άγγιγμά του με διαπέρασε κι εμένα εκείνο το «ρεύμα», για το οποίο μου είχε μιλήσει πριν λίγο ο Νικόλας. Και μετά τα από ένα δυο λεπτά που ο γκαντέμης συνέχισε τον δρόμο του κι έμεινα μόνος, ένιωσα ίδια κι απαράλλαχτα τα συμπτώματα ενός εμφράγματος, που τόσο παραστατικά μου είχε περιγράψει πριν από λίγο στην εντατική ο φίλος μου. Κάθιδρος και πανικόβλητος κάλυψα με κάποια προσπάθεια τα λίγα μέτρα που με χώριζαν από το σπίτι μου και κάθισα για μερικά λεπτά στο πλατύσκαλο της εξώπορτας. Όταν συνήλθα κάπως, μπήκα στο σπίτι, αλλά η όψη μου πρέπει να είχε το χάλι της. 

-Πολύ χλομό σε βλέπω, παρατήρησε η γυναίκα μου. Στενοχωρήθηκες με το Νικόλα, ε;
-Είναι να μη στενοχωρηθώ; της είπα, χωρίς να της αποκαλύψω τι μου είχε συμβεί.
-Τώρα είναι που δεν θα του φεύγει η έμμονη ιδέα για την γκαντεμιά του Χανιωτάκη, συνέχισε εκείνη, καθώς θυμήθηκε το χτεσινό τηλεφώνημα. Είδες τι παιχνίδι του έπαιξε η τύχη;
«Τυχαίο; Δεν νομίζω!» της αποκρίθηκα νοερά, με το σλόγκαν της διαφήμισης, που ακούγεται αυτόν τον καιρό καθημερινά από την τηλεόραση. Κι επειδή δεν νόμιζα πλέον συμπτωματικό αυτό που συμβαίνει κάθε φορά που ο Χανιωτάκης αγγίζει κάποιον, συνέχισα, όσο πιο ήρεμα μπορούσα, για να μην την αναστατώσω: 

-Ξέρεις, από τη στενοχώρια μου για τον Νικόλα, κάποια στιγμή ένιωσα κάποιο σφιξιματάκι στο στήθος. Πιστεύω πως δεν ήταν κάτι σοβαρό, αλλά για να μην έχουμε κι εμείς καμιά λαχτάρα νυχτιάτικα, λέω να πεταχτώ μ’ ένα ταξί και πάλι στο νοσοκομείο και να κάνω καλού κακού ένα καρδιογράφημα!...

Την Τρίτη το βράδυ διανυκτέρευσα κι εγώ στην εντατική, δίπλα στον Νικόλα. Την Τετάρτη το απόγευμα, που βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων στις οποίες υποβλήθηκα, οι γιατροί είχαν ενδείξεις στεφανιαίας νόσου και μου συνέστησαν επειγόντως στεφανιογραφία, που γίνεται μόνο στην Αθήνα. Την Πέμπτη ταξίδεψα για την Αθήνα, σήμερα ξεκουράζομαι από την ταλαιπωρία του ταξιδιού στο σπίτι του γιου μου κι αύριο θα εισαχθώ στην καρδιολογική κλινική του Ιπποκράτειου. Οι γιατροί στη Χώρα δεν απέκλεισαν το ενδεχόμενο να χρειαστεί επέμβαση. Ο γιος μου βέβαια, που με περίμενε στη Ραφήνα και με οδήγησε με το Ι.Χ. του κατευθείαν στο σπίτι του, προσπάθησε να με καθησυχάσει:

-Την ίδια εξέταση την έκανε και ο πατέρας ενός συναδέλφου μου και δεν έδειξε κάτι σοβαρό, μου είπε. Μετά τη στεφανιογραφία οι γιατροί του γνωμάτευσαν ότι το πρόβλημά του αντιμετωπίζεται με φάρμακα και τον έστειλαν στο χωριό του.
-Μακάρι να γίνει έτσι και με μένα, του είπα, αλλά, αν συμβεί το μοιραίο, δεν θέλω να με κηδέψετε στην Άγναντη. Θέλω να με θάψετε εδώ, στην Αθήνα. Και τη μάνα σου θα την κρατήσεις εδώ. Στο σπίτι μας στο νησί θα πας να της φέρεις τα πράγματά της εσύ, που δεν σε γνωρίζουν. Κι εκεί που θα πας ν’ αποφύγεις τις χειραψίες, ειδικά με τους γέρους. 

-Τι είναι αυτά που λες, πατέρα; Είσαι με τα καλά σου; με ρώτησε έκπληκτος.
-Έχω τον λόγο μου, που σου τα λέω, δεν τρελάθηκα! του είπα. Θα σου εξηγήσω τον λόγο, αλλά φοβάμαι πως, όταν μ’ ακούσεις, θα βάλεις τα γέλια και θα με πεις προληπτικό ή θα νομίσεις πως πράγματι τρελάθηκα!..

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ:

Τα μηνύματα που δημοσιεύονται στο χώρο αυτό εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους. Το STILIDA NEWS δεν υιοθετεί καθ' οιονδήποτε τρόπο τις απόψεις αυτές. Ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει την γνώμη του, όποια και να είναι αυτή.
Δεν πρόκειται να λογοκρίνεται κανένα σχόλιο που θα περιλαμβάνει καλοπροαίρετη κριτική ή θα διορθώνει κάποιο δικό μας σφάλμα.Τα συκοφαντικά, υβριστικά, απειλητικά, εκβιαστικά, ρατσιστικά ή κοινωνικού αποκλεισμού μηνύματα θα διαγράφονται.
ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙ ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟ ΔΥΝΑΤΟ.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΧΟΛΙΩΝ

Για τους αναγνώστες

Τα αναγραφόμενα από τους αναγνώστες δεν εκφράζουν τις απόψεις του διαχειριστή του STILIDA NEWS και φέρουν οι ίδιοι την ευθύνη των όσων γράφουν. Τα συκοφαντικά, υβριστικά, απειλητικά, εκβιαστικά, ρατσιστικά ή κοινωνικού αποκλεισμού μηνύματα θα διαγράφονται. Σε περίπτωση που μας διαφύγει κάποιο από τα μηνύματα αυτά παρακαλούμε τον ή τους θιγόμενους να μας ενημερώσουν στη διεύθυνση gkordis@gmail.com για να διαγραφεί.

ΚΥΡΙΩΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΣΧΟΛΙΑ

Η αναδημοσίευση δε ενός άρθρου δεν συνεπάγεται και την υιοθέτηση του περιεχομένου του από το "STILIDA NEWS"






Ο διαχειριστής

Ακολουθήστε μας στο Facebook
Powered by: Internetsmash
 
 
Google Analytics Alternative