από 22 συνεδρίες
(Αποσπάσματα αφηγήσεων της Φ.Π. στη σχολική ψυχολόγο
Τάξη A – Σχολικό Έτος 2011 – 12)
Από το βιβλίο του Θάνου Μπλούνα με τίτλο «Η εξομολόγηση» (Οιωνός 2012)
(Τάξη Β - σχολ. έτος 2012-13)
(19)
(...) Εγώ, κυρία, φέτος είμαι στη Δευτέρα, αλλά δεν χαίρομαι που μεγάλωσα πιο πολύ και είμαι σε μεγαλύτερη τάξη, γιατί στο σπίτι μας έχουμε μείνει μόνο εγώ, με τη γιαγιά και τον παππού. Ο παππούς κάθε μέρα πηγαίνει στον δικηγόρο του κι όταν γυρίζει στο σπίτι είναι στενοχωρημένος κι αμίλητος, ενώ η γιαγιά κλαίει συνέχεια και με λέει ..πεντάφρανο και δυστυχισμένο. Και με λέει ..πεντάφρανο, γιατί ο Θεούλης πήρε και τον μπαμπά μου στον ουρανό και δεν έχω ούτε μαμά ούτε μπαμπά...
Για να καταλάβεις πώς έγινε αυτό, θα σου τα πω με τη σειρά τι έγινε και ..θα καταλάβεις! Τότε που ήμουν ακόμα στην Πρώτη τάξη και η Δάφνη βούτηξε τις λίρες κι εξαφανίστηκε με τον Βασίλη, ο μπαμπάς είχε πάει με μερικούς από αυτούς τους φίλους του που φορούν μαύρα μπλουζάκια στη Θεσσαλονίκη. Έτσι ο μπαμπάς δεν ήξερε για τις λίρες, αλλά ο παππούς με τη γιαγιά ήταν τόσο στενοχωρημένοι που δεν του τηλεφώνησαν να του πουν τι έγινε. Ο μπαμπάς άργησε να γυρίσει από τη Θεσσαλονίκη, γιατί έδερνε με τους φίλους του κάτι μετανάστες κι ένας από αυτούς έβγαλε ένα μαχαίρι και τον μαχαίρωσε τον μπαμπά και παρά λίγο να τον σκοτώσει. Ο μπαμπάς έμεινε δυο βδομάδες στο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης κι από κει τηλεφωνούσε συνέχεια στη Δάφνη αλλά, εκείνη δεν απαντούσε στο κινητό. Γι' αυτό μετά τηλεφώνησε στον παππού και τον ρώτησε «Γιατί δεν απαντάει η Δάφνη» κι ο παππούς τού είπε τι έγινε κι ο μπαμπάς τού είπε: «Άμα βγω απ’ το νοσοκομείο θα ψάξω να τους βρω και θα τους σκοτώσω και τους δυο!»
Όταν ο μπαμπάς βγήκε από το νοσοκομείο και γύρισε στο σπίτι, είχαμε διακοπές για το καλοκαίρι κι εγώ ήμουν στο σπίτι, αλλά δεν μου μίλησε καθόλου. Ούτε και στη γιαγιά που ήταν κι αυτή στο σπίτι μίλησε, μόνο πήγε αμίλητος στο δωμάτιο που κοιμόταν με τη Δάφνη και πέταξε από το παράθυρο όλα τα πράγματά της στον κήπο και μετά έβγαλε κι απ’ το σπιτάκι του κηπουρού τα πράγματα του Βασίλη και τους έριξε βενζίνη κι έριξε βενζίνη και στον καημένο τον Μπενίτο και τους έβαλε φωτιά. Εγώ, όταν είδα τον Μπενίτο να καίγεται και να ουρλιάζει από τον πόνο, έβαλα τα κλάματα και κατουρήθηκα πάλι από τον φόβο μου. Τότε ήρθε κι ο παππούς κι όταν είδε τον Μπενίτο που είχε ξεψυχήσει, αλλά καιγόταν ακόμα, είπε στον μπαμπά «Τρελάθηκες; Τι σου έφταιγε το σκυλάκι;» Ο μπαμπάς όμως που είχε γίνει θηρίο από αυτά που είχε μάθει από τον παππού για τη Δάφνη και τον Βασίλη κι από αυτά που του είπε αργότερα η Ελβετία στο τηλέφωνο, απάντησε στον παππού πως θα τους βρει και τους δυο και θα τους κάψει ζωντανούς, όπως έκαψε τον καημένο τον Μπενίτο.
Αργότερα, που ο μπαμπάς ξεθύμωσε κάπως, εξήγησε στον παππού ότι η Δάφνη με τον Βασίλη δεν είχαν κλέψει μόνο τις λίρες του παππού, που ήταν κρυμμένες μέσα στο στρώμα, αλλά και τα λεφτά, που είχε στείλει ο μπαμπάς στο ..ξωτερικό, για να τα φυλάει η Ελβετία. Κι όταν ο παππούς τον ρώτησε πως έγινε αυτό, του εξήγησε ότι «αυτή η πουτάνα», έτσι την είπε τη Δάφνη, είχε ένα χαρτί που της είχε δώσει ο ίδιος κι έγραφε το όνομά της κι έλεγε ότι ήταν γυναίκα του, για να μπορεί να παίρνει κι εκείνη λεφτά από την Ελβετία. Έτσι η Δάφνη πήγε σαν κυρία στην Ελβετία, της έδειξε το ...δαβατήριό της, της έδειξε και το χαρτί με το όνομά της και τα πήρε όλα τα λεφτά και ...ξαφανίστηκε παρέα μ’ αυτόν τον ...τζόγλανο τον Βασίλη!
Από τότε που ο μπαμπάς γύρισε από τη Θεσσαλονίκη κι έκαψε ζωντανό τον καημένο τον Μπενίτο, κάθε μέρα έφευγε το πρωί από το σπίτι πριν ξυπνήσω και γύριζε αργά τη νύχτα που εγώ κοιμόμουν και δεν τον έβλεπα καθόλου. Μάθαινα όμως από τη γιαγιά ότι έψαχνε μαζί με τους φίλους του που φοράνε αυτά τα μαύρα μπλουζάκια και μ’ έναν ...ντεντεγκτίβ, να βρει τη Δάφνη με τον Βασίλη και να τους κάψει ζωντανούς, όπως έκαψε τον Μπενίτο. Στο τέλος ο ...ντεντεγκτίβ έμαθε πως ο Βασίλης δεν ήταν Έλληνας από την Αλβανία, όπως είχε πει η Δάφνη στον μπαμπά, αλλά Αλβανός από την Αλβανία!
Τότε ο μπαμπάς πήγε στην Αλβανία, μήπως ο Βασίλης είχε πάει με τη Δάφνη στο χωριό του, που είναι σ’ αυτό το κράτος, αλλά δεν τους βρήκε εκεί. Βρήκαν όμως τον μπαμπά μου κάτι Αλβανοί που ήταν παλιά στην Ελλάδα κι ο μπαμπάς, παρέα με τους φίλους του που φοράνε μαύρα μπλουζάκια, τους είχε δείρει. Κι όταν τον βρήκαν τον γνώρισαν και τον έδειραν κι εκείνοι. Μάλιστα τον έδειραν του θανατά, όπως λέει η γιαγιά μου. Κι επειδή τον έδειραν του θανατά, όταν τον βρήκαν την άλλη μέρα κάτι Έλληνες από την Αλβανία και τον πήγαν στο νοσοκομείο, πονούσε τόσο πολύ που ο Θεούλης τον λυπήθηκε και τον πήρε κι αυτόν στον ουρανό κι εγώ έγινα ,.πεντάφρανο.
Εγώ, κυρία, στενοχωριέμαι που δεν έχω τώρα μπαμπά και έγινα ..πεντάφρανο. Πιο πολύ όμως στενοχωριέμαι, γιατί έφυγε από το σπίτι μας η Λαμπρινή κι ο παππούς έδιωξε και την Αρετή, επειδή δεν του έφταναν τα λεφτά να την πληρώνει. Έτσι έμεινα μόνη μου στο σπίτι με τους παππούδες και δεν έχω ούτε τη Λαμπρινή ούτε τον καημένο τον Μπενίτο να παίζω μαζί τους ούτε την Αρετή να με βοηθάει στα μαθήματα. Έχω μόνο τον παππού μου και τη γιαγιά μου.
Ο παππούς λείπει κάθε μέρα, γιατί πηγαίνει στον δικηγόρο του. Δεν ξέρω τι του λέει εκείνος, αλλά όταν γυρίζει στο σπίτι είναι κουρασμένος και στενοχωρημένος και δεν έχει όρεξη να μου πει ούτε παραμύθια ούτε ανέκδοτα, όπως μου έλεγε όταν ήμουν μικρή. Ούτε για τον μπαμπά μου, που τον έδειραν του θανατά, δεν λέει τίποτα. Μόνο η γιαγιά μου μιλάει στην αδελφή της για το μπαμπά και κάθε τόσο της λέει πως ψόφησε μόνος του σαν το σκυλί εκεί πάνω, αλλά του το χρώσταγαν οι Αλβανοί κι αυτός πήγε γυρεύοντας. Εγώ δεν το ξέρω αυτό το σκυλί που ψόφησε, αλλά, όταν την ακούω να μιλάει γι’ αυτό, σκέφτομαι τον καημένο τον Μπενίτο και νομίζω πως τον ακούω να ουρλιάζει, τότε που ο μπαμπάς τον έκαιγε ζωντανό. Όταν ακούω με το μυαλό μου αυτά τα ουρλιαχτά, θυμάμαι πως έτσι ούρλιαζε και η μαμά, την τελευταία φορά που τη χτύπησε ο μπαμπάς. Και μερικές νύχτες ονειρεύομαι τον μπαμπά μου να φωνάζει άγρια και να χτυπάει πάλι τη μαμά μου πάνω στον ουρανό που βρίσκονται τώρα και οι δυο και το πρωί που ξυπνάω ακούω τη γιαγιά να λέει στον παππού. «Πάλι κατουρήθηκε το δυστυχισμένο!» (...)
(20)
(...) Αυτές τις μέρες, κυρία, δεν ήρθα στο σχολείο, γιατί έμενα στο σπίτι μιας φιλενάδας της θείας Αριστέας. Τώρα μένω στο σπίτι της θείας, γιατί στο δικό μας δεν είναι ούτε ο παππούς ούτε η γιαγιά ούτε κανένας άλλος!
Ο παππούς πήγε μια μέρα πάλι στη ..νακρίτρια για τις καταθέσεις, αλλά δεν ξαναγύρισε.
Η γιαγιά τον περίμενε ως αργά το βράδυ και κάθε τόσο τηλεφωνούσε στη θεία και της έλεγε ότι όλο το κακό βάζει με τον νου της, γιατί η Απολογία δεν έχει τελειώσει ακόμα κι ούτε ο παππούς ούτε ο δικηγόρος του δεν πήραν τηλέφωνο. «Από την αγωνία μου μ’ έχει πιάσει συχνουρία», της έλεγε. Εγώ ξέρω τι θα πει συχνουρία, γιατί με πιάνει συχνά κι εμένα, όταν έχω αγωνία ή όταν φοβάμαι. Την Απολογία δεν την ήξερα, αλλά όταν ρώτησα τη γιαγιά «Ποια είναι αυτή η Απολογία», μου είπε πως είναι η ..διαιτέρα του δικηγόρου. Ούτε αυτόν τον δικηγόρο τον ήξερα. Ήξερα όμως τη φωνή του, γιατί πολλές φορές που τηλεφωνούσε στον παππού έτρεχα και το σήκωνα εγώ το τηλέφωνο κι εκείνος μου μιλούσε και γνωριστήκαμε από το τηλέφωνο.Έτσι εκείνο το βράδυ που η γιαγιά είχε συχνουρία, όταν χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσα εγώ, γιατί η γιαγιά είχε πάει πάλι για κατούρημα, τον γνώρισα από τη φωνή. Τότε πήγα έξω από το μπάνιο και φώναξα «Γιαγιά, σε ζητάει στο τηλέφωνο ο δικηγόρος του παππού». Η γιαγιά βγήκε τρέχοντας από το μπάνιο κι όταν άκουσε τι της είπε ο δικηγόρος, έκλεισε το τηλέφωνο και μου είπε «Φιλίτσα, γρήγορα τα χάπια μου για την πίεση!»
Εγώ τότε έτρεξα στο δωμάτιο να της φέρω το κουτί με τα φάρμακα, αλλά όταν γύρισα τη βρήκα ξαπλωμένη στην πολυθρόνα με τα μάτια κλειστά. Στην αρχή νόμισα ότι αποκοιμήθηκε, αλλά όταν είδα πως δεν κουνιόταν καθόλου φοβήθηκα πως πέθανε κι από τον φόβο μου έβαλα τα κλάματα και κατουρήθηκα πάλι. Ευτυχώς, μετά από αρκετή ώρα άνοιξε τα μάτια της κι εγώ κατάλαβα πως δεν είχε πεθάνει, αλλά είχε λιποθυμήσει, όπως λιποθυμούν μερικοί στην τηλεόραση. «Γιαγιά, φοβήθηκα πως πέθανες», της είπα, αλλά εκείνη δεν μου μίλησε. «Τι σου είπε ο δικηγόρος και λιποθύμησες;» τη ρώτησα, αλλά και πάλι η γιαγιά δεν μου μίλησε.
«Γιατί δεν μου μιλάς, γιαγιά;» την ξαναρώτησα. Κι όταν είδα πως ούτε αυτήν ιη φορά μου μίλησε, έβαλα πάλι ία κλάματα. Ήταν νύχια, ήμουν μόνη στο σπίτι με τη γιαγιά που με κοίταζε μόνο αλλά δεν μιλούσε και φοβόμουν μήπως πάθω κι εγώ κάτι και πεθάνουμε και οι δυο. Τότε όμως χτύπησε το τηλέφωνο κι εγώ νόμισα πως είναι ο παππούς, αλλά ήταν η θεία Αριστέα, που τηλεφώνησε, γιατί δεν την είχε πάρει ξανά τηλέφωνο η γιαγιά να της πει για τον παππού και είχε ανησυχήσει. Όταν της είπα τι είχε γίνει, πήρε ένα ταξί και ήρθε γρήγορα στο σπίτι και σε λίγα λεπτά ήρθε έξω από το σπίτι κι ένα αυτοκίνητο που είχε σειρήνα. Από το αυτοκίνητο κατέβηκαν δυο γιατροί, που τους είχε τηλεφωνήσει η θεία να ’ρθουν και ήρθαν, και είδαν τη γιαγιά και είπαν πως είχε πάθει ...κεφαλικό και την έβαλαν στο αυτοκίνητο και την πήγαν στο νοσοκομείο.
Η θεία μού είπε να μη φοβάμαι, γιατί η γιαγιά θα γίνει καλά και μετά τηλεφώνησε στον δικηγόρο, για να μάθει γιατί ο παππούς δεν είχε γυρίσει ακόμα στο σπίτι. Δεν μίλησε πολύ αλλά, όταν έκλεισε το τηλέφωνο, έπιασε το κεφάλι της με τα δυο χέρια και φοβήθηκα πως θα πάθαινε κι εκείνη ..κεφαλικό. «Μην ανησυχείς», μου είπε «έχω λίγο πονοκέφαλο αλλά θα μου περάσει». Εγώ περίμενα να της περάσει κι όταν της πέρασε τη ρώτησα για τον παππού και μου είπε ότι ο παππούς πήγε να βρει το φίλο του τον υπουργό και θ’ αργήσει να γυρίσει.
Εκείνη τη νύχτα, κυρία, η θεία μού είπε πως θα πήγαινε στο νοσοκομείο να δει τη γιαγιά κι εμένα με πήγε να κοιμηθώ στο σπίτι της φιλενάδας της. Όταν πήγαμε εκεί η τηλεόραση είχε ειδήσεις κι έδειχνε μια φωτογραφία του παππού δίπλα στον φίλο του τον υπουργό. Εγώ μόλις είδα τη φωτογραφία είπα «Ο παππούς, ο παππούς!» αλλά η θεία έκλεισε την τηλεόραση και μου είπε «Πρέπει να πας να κοιμηθείς» κι έτσι δεν άκουσα τι έλεγαν για τον παππού. Αργότερα όμως με έβαλαν για ύπνο και κάθισαν και οι δυο δίπλα στο κρεβάτι μου και περίμεναν να κοιμηθώ. Εγώ είχα κλείσει τα μάτια αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ και τις άκουγα που μιλούσαν κι έλεγαν όχι ο παππούς είναι χώρα παρέα με τον φίλο ίου τον υπουργό για τις μίζες. Τότε θυμήθηκα πως μίζες είναι τα λεφτά που δίνουν μερικοί άνθρωποι σε κάποιον για να τους κάνει μια δύσκολη δουλειά και κατάλαβα πως ο παππούς, τώρα που είμαστε φτωχοί, θα βοηθάει πάλι τον υπουργό με τις δουλειές του και θα παίρνει μίζες, για να ξαναγίνουμε πλούσιοι!
Το πρωί που ξύπνησα η θεία μού είπε ότι η γιαγιά είναι σοβαρά άρρωστη και οι γιατροί δεν ξέρουν ούτε αν θα ξαναμιλήσει ούτε πότε θα βγει από το νοσοκομείο. Και μετά, όταν τη ρώτησα για τον παππού μου, μου απάντησε ότι είναι καλά και τώρα μένει με τον φίλο του τον υπουργό, αλλά θ’ αργήσει να γυρίσει, γιατί έχει πολλές δουλειές. «Ξέρω, ξέρω!» της είπα. «Βοηθάει τον υπουργό στις δουλειές του κι εκείνος θα του δίνει μίζες!» (...)
(21)
(...) Χτες, κυρία, η θεία πήγε πάλι στο νοσοκομείο, για να δει τη γιαγιά, αλλά γύρισε στενοχωρημένη, γιατί η γιαγιά δεν της μίλησε πάλι, μόνο την κοίταζε και κούνησε λίγο το χέρι της. Ήθελα κι εγώ να πάω μαζί της να τη δω τη γιαγιά, αλλά η θεία μού είπε πως έχει μικρόβια στο νοσοκομείο και δεν αφήνουν να πηγαίνουν τα παιδιά , γιατί θα κολλήσουν κανένα μικρόβιο και θ’ αρρωστήσουν. «Τότε να έρθει η γιαγιά στο σπίτι», είπα εγώ. «Ας έρθει κι ας μη μιλάει. Θα της μιλάω εγώ και θα της λέω πόσο την αγαπάω και θα γίνει καλά». Έτσι της είπα, κυρία, και τότε η θεία δάκρυσε και μ’ αγκάλιασε και με είπε «Φιλίτσα μου», όπως μ’ έλεγαν η μαμά μου και η γιαγιά μου: «Δεν την αφήνουν οι γιατροί, Φιλίτσα μου!» μου εξήγησε. «Πρέπει πρώτα να γίνει καλά και μετά θα την αφήσουν να γυρίσει κοντά μας». «Και πότε θα γίνει καλά;» ρώτησα τη θεία κι εκείνη μου απάντησε «Κανένας δεν το ξέρει αυτό, μόνο ο Θεούλης, Φιλίτσα μου».
Εγώ, όταν άκουσα για τον Θεούλη, κυρία, φοβήθηκα μήπωςο Θεούλης την πάρει και τη γιαγιά στον ουρανό και δεν θα ’χω ούτε μαμά ούτε μπαμπά ούτε γιαγιά. Στη θεία δεν ίο είπα αυτό που φοβήθηκα, για να μη φοβηθεί κι εκείνη. Όση ώρα όμως η θεία έλειπε στο νοσοκομείο κι εγώ την περίμενα στο διαμέρισμά της μαζί με τη φιλενάδα της, που είχε έρθει για να με προσέχει, ήμουν πολύ στενοχωρημένη. Όμως τότε έγινε κάτι που δεν το περίμενα και μ’ έκανε για λίγο να ξεχάσω τη στενοχώρια μου.
Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο, το σήκωσε η φιλενάδα της, μίλησε για λίγο μ’ αυτόν που είχε πάρει τηλέφωνο και μετά μου χαμογέλασε και μου είπε: «Έλα, ο ...παππούς σου είναι! Θέλει να σου μιλήσει». Εγώ χάρηκα πάρα πολύ, κυρία, που μίλησα με τον παππού μου, αλλά δεν μίλησα πολλή ώρα, γιατί μου είπε πως μου μιλούσε από τηλεφωνικό θάλαμο και περίμεναν πολλοί άλλοι να μιλήσουν στο τηλέφωνο. Μου είπε πως είναι καλά κι αυτός κι ο φίλος του ο υπουργός, πως μένουν στο ίδιο δωμάτιο σ’ ένα ξενοδοχείο και πως θ’ αργήσει πολύ να γυρίσει, αλλά θα με παίρνει στο τηλέφωνο να μιλάμε. Εγώ χάρηκα που θα με παίρνει στο τηλέφωνο και χάρηκα ακόμα περισσότερο, όταν μου είπε πως, όταν γυρίσει στο σπίτι, θα μου αγοράσει ένα σκυλάκι σαν τον καημένο τον Μπενίτο.
Τη νύχτα κοιμήθηκα χαρούμενη και ονειρεύτηκα πως γύρισε ο παππούς και είχε μαζί του και τη γιαγιά με τη μαμά και πως ο παππούς μού έφερε ένα σκυλάκι που ήταν ολόιδιο με τον Μπενίτο, αλλά επειδή ήταν θηλυκό το είπαμε Μπενίτα. Και μετά είδα πως πήγαμε στο σπίτι μας και ήταν εκεί και η Λαμπρινή με την Αρετή και καθίσαμε όλοι στον κήπο έξω από το σπίτι μας και παίζαμε με την Μπενίτα. Μετά γύρισε στο σπίτι κι ο μπαμπάς. Ήταν όμως πολύ θυμωμένος κι άρχισε να χτυπάει τη μαμά. Η μαμά ούρλιαζε από τον πόνο και τον φόβο της και μετά του ξέφυγε κι έφυγε κλαίγοντας με το αυτοκίνητό της και δεν ξαναγύρισε. Τότε ο μπαμπάς μπήκε βρίζοντας στο σπίτι, για να πάρει βενζίνη να κάψει ζωντανή και την Μπενίτα όπως είχε κάψει τον Μπενίτο. Τότε εγώ φοβήθηκα όπως...τότε και φώναξα «Μη, μπαμπά!» κι άκουσα τη φωνή μου και ξύπνησα και κατάλαβα πως έβλεπα όνειρο και πως από τον φόβο μου είχα κατουρηθεί πάλι.
(22)
(...) Εγώ, κυρία, μένω ακόμα με τη θεία Αριστέα, γιατί η γιαγιά θ’ αργήσει να βγει από το νοσοκομείο και ο παππούς θ’ αργήσει ακόμα πιο πολύ να γυρίσει στο σπίτι μας.
Η θεία είναι καλή και μ’ αγαπάει, γιατί δεν έχει άλλα παιδιά ν’ αγαπάει, αλλά είναι φτωχιά και μένει σ’ ένα πολύ μικρό διαμέρισμα με δυο δωμάτια και δεν έχει λεφτά να μου αγοράζει παιχνίδια και φορέματα. Ούτε κι ο παππούς με τη γιαγιά όμως έχουν τώρα λεφτά, μόνο το σπίτι έχουν, που η θεία λέει στη φιλενάδα της πως «κάποιος το καταράστηκε και ρήμαξε». Όταν η φιλενάδα της τη ρώτησε μια μέρα πώς είναι τα οικονομικά της τώρα που έχει κι εμένα στο σπίτι της, απάντησε: «Με το καταραμένο το ..μνημόσυνο που μου πετσόκοψε τη σύνταξη και μ’ ένα στόμα παραπάνω, πώς θέλεις να ’ναι; Σκατά είναι!»
Την άλλη μέρα που άκουσε ότι το ..μνημόσυνο θα κόψει κι άλλο τη σύνταξή της, μου είπε πως τον άλλον μήνα θ’ αλλάξω σχολείο και θα με στείλει στο δημόσιο σχολείο της γειτονιάς της, γιατί δεν έχει λεφτά να πληρώνει για ιδιωτικό. Χτες ήρθε και το είπε και στον ..διεθυντή κι ήθελε να το πει και σε σένα, αλλά ο ..διεθυντής της είπε πως έλειπες κι έτσι μου είπε να σου το πω εγώ πως, από αύριο που αλλάζει ο μήνας, θα πάω στο άλλο σχολείο.
Εγώ, κυρία, στενοχωρήθηκα που μου είπε ότι θα σταματήσω να έρχομαι στο σχολείο μου. Της είπα πως δεν θέλω ν’ αλλάξω σχολείο, γιατί εδώ γνωρίζω πολλούς δασκάλους και πολλά παιδιά κι έχω κι εσένα, που κάθεσαι και με ακούς κάθε φορά που έρχομαι στο γραφείο σου, γιατί με αγαπάς, όπως η μαμά μου και η γιαγιά μου. Η θεία τότε μου είπε πως «Όταν με το καλό γυρίσει ο παππούς σου από τον Κορυδαλλό, μπορεί να πουλήσει το σπίτι σας και με τα λεφτά που θα πάρει να αγοράσει ένα μικρότερο και να σε ξαναστείλει στο ιδιωτικό». Ποιος είναι αυτός ο Κορυδαλλός; τη ρώτησα. Η θεία ξαφνιάστηκε με την ερώτηση που της έκανα. «Είπα εγώ Κορυδαλλός;» με ρώτησε. «Ναι είπες!» της απάντησα. Η θεία μου τότε έξυσε το κεφάλι της και είπε: «Α, ναι! Τώρα το θυμήθηκα! Κορυδαλλός λέγεται το ξενοδοχείο που μένει ο παππούς σου με τον φίλο του τον υπουργό».
Έτσι μου είπε, κυρία, η θεία μου. Κι από τότε που μου το είπε παρακαλάω να γυρίσει γρήγορα ο παππούς από τον Κορυδαλλό, για να ξαναγυρίσω κι εγώ στο σχολείο μου και σε σένα που μ’ αγαπάς, όπως η μαμά μου και ο παππούς με τη γιαγιά μου!..
Προηγούμενο
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ:
Τα μηνύματα που δημοσιεύονται στο χώρο αυτό εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους. Το STILIDA NEWS δεν υιοθετεί καθ' οιονδήποτε τρόπο τις απόψεις αυτές. Ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει την γνώμη του, όποια και να είναι αυτή.
Δεν πρόκειται να λογοκρίνεται κανένα σχόλιο που θα περιλαμβάνει καλοπροαίρετη κριτική ή θα διορθώνει κάποιο δικό μας σφάλμα.Τα συκοφαντικά, υβριστικά, απειλητικά, εκβιαστικά, ρατσιστικά ή κοινωνικού αποκλεισμού μηνύματα θα διαγράφονται.
ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙ ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟ ΔΥΝΑΤΟ.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.